λάγδην: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
mNo edit summary |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lagdin | |Transliteration C=lagdin | ||
|Beta Code=la/gdhn | |Beta Code=la/gdhn | ||
|Definition=Adv. = [[λάξ]], τὰ σώφρονα λ. πατεῖται | |Definition=Adv. = [[λάξ]], τὰ σώφρονα λ. πατεῖται [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''683.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λάγδην:''' adv. пятой, ногами (πατεῖσθαι Soph.). | |elrutext='''λάγδην:''' adv. [[пятой]], [[ногами]] (πατεῖσθαι Soph.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:50, 23 March 2024
English (LSJ)
Adv. = λάξ, τὰ σώφρονα λ. πατεῖται S.Fr.683.3.
German (Pape)
[Seite 3] = λάξ, τὰ σώφρονα λάγδην πατεῖται wird aus Soph. frg. 606 angeführt.
French (Bailly abrégé)
adv.
à coups de talon.
Étymologie: λάξ, -δην.
Russian (Dvoretsky)
λάγδην: adv. пятой, ногами (πατεῖσθαι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
λάγδην: ἐπίρρ. = λάξ, τὰ σώφρονα λ. πατεῖται Σοφ. Ἀποσπ. 606.
Greek Monolingual
λάγδην (Α)
επίρρ. με το πόδι, με τη φτέρνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάξ «με το πόδι» (πρβλ. πυξ λαξ) + επιρρμ. κατάλ. -δην. Το -κ- του θέματος έχει τραπεί στο αντίστοιχο ηχηρό σύμφωνο -γ- αφομοιωτικά προς το ηχηρό -δ- που ακολουθεί (πρβλ. μίγδην, φύγδην)].