παυσανίας: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(6_19) |
|||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pafsanias | |Transliteration C=pafsanias | ||
|Beta Code=pausani/as | |Beta Code=pausani/as | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῐ], ου, ὁ, [[allayer of sorrow]], [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''887 (ubi leg. <b class="b3">π. κάκ' Ἀτρειδᾶν</b> [[allaying the sorrows]] of the A.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0538.png Seite 538]] ὁ, Schmerzenstiller, Sorgenstiller, Soph. frg. 765 beim Schol. Ar. Nubb. 1162. S. nom. pr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0538.png Seite 538]] ὁ, Schmerzenstiller, Sorgenstiller, Soph. frg. 765 beim Schol. Ar. Nubb. 1162. S. nom. pr. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παυσᾰνίας:''' ου (ῐ) ὁ [[успокаивающий горе]], [[утолитель скорбей]] Soph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παυσᾰνίας''': -ου, ὁ, ὁ παύων τὴν ἀνίαν, καταπαύων τὴν λύπην, ὡς τὸ [[λυσανίας]], Σοφ. Ἀποσπ. 765. | |lstext='''παυσᾰνίας''': -ου, ὁ, ὁ παύων τὴν ἀνίαν, καταπαύων τὴν λύπην, ὡς τὸ [[λυσανίας]], Σοφ. Ἀποσπ. 765. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />σκωπτικά, αυτός που απολύθηκε, που παύθηκε από την [[υπηρεσία]] του<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταπαύει, σταματάει τη [[λύπη]], που ανακουφίζει τη [[θλίψη]] («[[παυσανίας]] κάκ' Ἀτρειδᾱν» — αυτός που ανακουφίζει τις λύπες τών Ατρειδών, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυσ</i>(<i>ι</i>)- του [[παύω]] (<b>πρβλ.</b> [[παῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἀνία]], [[πρβλ]]. [[λυσανίας]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:50, 23 March 2024
English (LSJ)
[ῐ], ου, ὁ, allayer of sorrow, S.Fr.887 (ubi leg. π. κάκ' Ἀτρειδᾶν allaying the sorrows of the A.).
German (Pape)
[Seite 538] ὁ, Schmerzenstiller, Sorgenstiller, Soph. frg. 765 beim Schol. Ar. Nubb. 1162. S. nom. pr.
Russian (Dvoretsky)
παυσᾰνίας: ου (ῐ) ὁ успокаивающий горе, утолитель скорбей Soph.
Greek (Liddell-Scott)
παυσᾰνίας: -ου, ὁ, ὁ παύων τὴν ἀνίαν, καταπαύων τὴν λύπην, ὡς τὸ λυσανίας, Σοφ. Ἀποσπ. 765.
Greek Monolingual
ὁ, ΝΑ
νεοελλ.
σκωπτικά, αυτός που απολύθηκε, που παύθηκε από την υπηρεσία του
αρχ.
αυτός που καταπαύει, σταματάει τη λύπη, που ανακουφίζει τη θλίψη («παυσανίας κάκ' Ἀτρειδᾱν» — αυτός που ανακουφίζει τις λύπες τών Ατρειδών, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + ἀνία, πρβλ. λυσανίας].