Καρικός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
m (Text replacement - "*" to "*")
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Karikos
|Transliteration C=Karikos
|Beta Code=*kariko/s
|Beta Code=*kariko/s
|Definition=ή, όν, <span class="title">Carian</span>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> λόφος <span class="bibl">Alc.22</span>, cf. <span class="bibl">Hdt.1.171</span>, al.; used for <b class="b3">εὐτελής</b>, <b class="b2">worthless</b>, κ. τράγοι <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>540</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">Κ. ἔλαιον</b> a kind of <b class="b2">salve</b>, <span class="bibl">Ophel.5</span>; Κ. φάρμακον <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ulc.</span>16</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">Καρικὴ μοῦσα</b> <b class="b2">funeral song, dirge</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>800e</span>; Κ. αὐλήματα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>1302</span>; Κ. μέλος <span class="bibl">Pl.Com.69.12</span> (dub. l.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">IV</span> <b class="b3">Καρική</b> (<b class="b3">καρίκη</b> cod.)<b class="b3">· ἀσύνθετος</b> (leg. <b class="b3">ἀσύνετος</b>) <b class="b3">, καὶ ἄμπελος</b>, Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">V</span> <b class="b3">Καρικόν, τό</b>, <b class="b2">Carian quarter</b> in Memphis, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>4.409.21</span> (iii B.C.).</span>
|Definition=Καρική, Καρικόν, ''Carian'',<br><span class="bld">A</span> λόφος Alc.22, cf. [[Herodotus|Hdt.]]1.171, al.; used for [[εὐτελής]], [[worthless]], κ. τράγοι [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''540.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">Κ. ἔλαιον</b> a kind of [[salve]], Ophel.5; Κ. φάρμακον Hp.''Ulc.''16.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">Καρικὴ μοῦσα</b> [[funeral song]], [[dirge]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''800e; Κ. αὐλήματα Ar.''Ra.''1302; Κ. μέλος Pl.Com.69.12 (dub. l.).<br><span class="bld">IV</span> [[Καρική]] ([[καρίκη]] cod.)· [[ἀσύνθετος]] (leg. [[ἀσύνετος]]) <b class="b3">, καὶ ἄμπελος</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">V</span> [[Καρικόν]], τό, [[Carian quarter]] in Memphis, ''PSI''4.409.21 (iii B.C.).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de Carie <i>ou</i> de Carien.<br />'''Étymologie:''' [[Κάρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''Κᾱρικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[карийский]]: Καρικὴ [[μοῦσα]] Plat. и Καρικὸν [[αὔλημα]] Arph. погребальная песнь (какую пели карийские флейтисты);<br /><b class="num">2</b> достойный карийца, т. е. плохой, жалкий (τράγοι Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Κᾱρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Καρίαν, ἢ Καρικῆς τέχνης, λόφον τε σείων Καρικὸν Ἀλκαῖος παρὰ Στράβ. 661. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Καρικόν· εὐτελές, μικρόν. δηλοῖ δὲ καὶ ἀφροδίσιον [[σχῆμα]] αἰσχρόν», [[προσέτι]]: «Καρικοὶ τράγοι· ὡς εὐτελῶν ὄντων. Σοφοκλῆς Σαλμωνεῖ» (Ἀποσπ. 485). ΙΙ. Καρικόν, τό, [[εἶδος]] ἀλοιφῆς, Ἱππ. 878 Ε. ΙΙΙ. Καρικὴ μοῦσα, ἡ, [[εἶδος]] ἐπικήδειου ὕμνου, [[θρῆνος]], Πλάτ. Νόμ. 800 Ε· οὕτω, Καρικὰ αὐλήματα Ἀριστοφ. Βάτρ. 1302· [[μέλος]] ᾀδόμενον ἐν συμποσίοις, αὐλοὺς δ’ ἔχουσά τις [[κορίσκη]] Καρικὸν [[μέλος]] τι μελίζεται τοῖς συμπόταις Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν» 1. 12. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Καρικὰ [[μέλη]]· ἐλέγετό τις Καρικὸς ῥυθμὸς ἐκ τροχαίου καὶ ἰάμβου συγκείμενος».
|lstext='''Κᾱρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Καρίαν, ἢ Καρικῆς τέχνης, λόφον τε σείων Καρικὸν Ἀλκαῖος παρὰ Στράβ. 661. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Καρικόν· εὐτελές, μικρόν. δηλοῖ δὲ καὶ ἀφροδίσιον [[σχῆμα]] αἰσχρόν», [[προσέτι]]: «Καρικοὶ τράγοι· ὡς εὐτελῶν ὄντων. Σοφοκλῆς Σαλμωνεῖ» (Ἀποσπ. 485). ΙΙ. Καρικόν, τό, [[εἶδος]] ἀλοιφῆς, Ἱππ. 878 Ε. ΙΙΙ. Καρικὴ μοῦσα, ἡ, [[εἶδος]] ἐπικήδειου ὕμνου, [[θρῆνος]], Πλάτ. Νόμ. 800 Ε· οὕτω, Καρικὰ αὐλήματα Ἀριστοφ. Βάτρ. 1302· [[μέλος]] ᾀδόμενον ἐν συμποσίοις, αὐλοὺς δ’ ἔχουσά τις [[κορίσκη]] Καρικὸν [[μέλος]] τι μελίζεται τοῖς συμπόταις Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν» 1. 12. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Καρικὰ [[μέλη]]· ἐλέγετό τις Καρικὸς ῥυθμὸς ἐκ τροχαίου καὶ ἰάμβου συγκείμενος».
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de Carie <i>ou</i> de Carien.<br />'''Étymologie:''' [[Κάρ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Κᾱρικός:''' -ή, -όν, [[Καρικός]], σε Σοφ.· <i>Κ. αὐλήματα</i>, θρήνοι, μοιρολόγια, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''Κᾱρικός:''' -ή, -όν, [[Καρικός]], σε Σοφ.· <i>Κ. αὐλήματα</i>, θρήνοι, μοιρολόγια, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''Κᾱρικός:'''<br /><b class="num">1)</b> карийский: Καρικὴ [[μοῦσα]] Plat. и Καρικὸν [[αὔλημα]] Arph. погребальная песнь (какую пели карийские флейтисты);<br /><b class="num">2)</b> достойный карийца, т. е. плохой, жалкий (τράγοι Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Κᾱρικός, ή, όν<br />Carian, Soph.; Κ. αὐλήματα dirges, Ar.
|mdlsjtxt=Κᾱρικός, ή, όν<br />Carian, Soph.; Κ. αὐλήματα dirges, Ar.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[Carian]]
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κᾱρικός Medium diacritics: Καρικός Low diacritics: Καρικός Capitals: ΚΑΡΙΚΟΣ
Transliteration A: Karikós Transliteration B: Karikos Transliteration C: Karikos Beta Code: *kariko/s

English (LSJ)

Καρική, Καρικόν, Carian,
A λόφος Alc.22, cf. Hdt.1.171, al.; used for εὐτελής, worthless, κ. τράγοι S.Fr.540.
II Κ. ἔλαιον a kind of salve, Ophel.5; Κ. φάρμακον Hp.Ulc.16.
III Καρικὴ μοῦσα funeral song, dirge, Pl.Lg.800e; Κ. αὐλήματα Ar.Ra.1302; Κ. μέλος Pl.Com.69.12 (dub. l.).
IV Καρική (καρίκη cod.)· ἀσύνθετος (leg. ἀσύνετος) , καὶ ἄμπελος, Hsch.
V Καρικόν, τό, Carian quarter in Memphis, PSI4.409.21 (iii B.C.).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Carie ou de Carien.
Étymologie: Κάρ.

Russian (Dvoretsky)

Κᾱρικός:
1 карийский: Καρικὴ μοῦσα Plat. и Καρικὸν αὔλημα Arph. погребальная песнь (какую пели карийские флейтисты);
2 достойный карийца, т. е. плохой, жалкий (τράγοι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

Κᾱρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Καρίαν, ἢ Καρικῆς τέχνης, λόφον τε σείων Καρικὸν Ἀλκαῖος παρὰ Στράβ. 661. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Καρικόν· εὐτελές, μικρόν. δηλοῖ δὲ καὶ ἀφροδίσιον σχῆμα αἰσχρόν», προσέτι: «Καρικοὶ τράγοι· ὡς εὐτελῶν ὄντων. Σοφοκλῆς Σαλμωνεῖ» (Ἀποσπ. 485). ΙΙ. Καρικόν, τό, εἶδος ἀλοιφῆς, Ἱππ. 878 Ε. ΙΙΙ. Καρικὴ μοῦσα, ἡ, εἶδος ἐπικήδειου ὕμνου, θρῆνος, Πλάτ. Νόμ. 800 Ε· οὕτω, Καρικὰ αὐλήματα Ἀριστοφ. Βάτρ. 1302· μέλος ᾀδόμενον ἐν συμποσίοις, αὐλοὺς δ’ ἔχουσά τις κορίσκη Καρικὸν μέλος τι μελίζεται τοῖς συμπόταις Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν» 1. 12. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Καρικὰ μέλη· ἐλέγετό τις Καρικὸς ῥυθμὸς ἐκ τροχαίου καὶ ἰάμβου συγκείμενος».

Greek Monotonic

Κᾱρικός: -ή, -όν, Καρικός, σε Σοφ.· Κ. αὐλήματα, θρήνοι, μοιρολόγια, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Κᾱρικός, ή, όν
Carian, Soph.; Κ. αὐλήματα dirges, Ar.

English (Woodhouse)

Carian

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)