τιμωρητέον: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=timoriteon
|Transliteration C=timoriteon
|Beta Code=timwrhte/on
|Beta Code=timwrhte/on
|Definition=<span class="bld">A</span> [[one must visit with vengeance]], [[punish]], τινας Isoc.15.174; τι Pl.''Lg.'' 867c.<br><span class="bld">II</span> [[τιμωρητέος]], [[α]], [[ον]], [[that ought to be punished]], ὑπὲρ ἁπάντων τ. ὡς κοινὸς ἐχθρός D.21.142.<br><span class="bld">III</span> -ητέον [[one must assist]], [[Herodotus|Hdt.]]7.168: pl. [[τιμωρητέα]], Th.1.86.<br><span class="bld">2</span> [[one must defend]], τῷ ἐναντίῳ λόγῳ Hp.''Acut.''37.β.
|Definition=<span class="bld">A</span> [[one must visit with vengeance]], [[punish]], τινας Isoc.15.174; τι [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]'' 867c.<br><span class="bld">II</span> [[τιμωρητέος]], [[α]], [[ον]], [[that ought to be punished]], ὑπὲρ ἁπάντων τ. ὡς κοινὸς ἐχθρός D.21.142.<br><span class="bld">III</span> -ητέον [[one must assist]], [[Herodotus|Hdt.]]7.168: pl. [[τιμωρητέα]], Th.1.86.<br><span class="bld">2</span> [[one must defend]], τῷ ἐναντίῳ λόγῳ Hp.''Acut.''37.β.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 13:33, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμωρητέον Medium diacritics: τιμωρητέον Low diacritics: τιμωρητέον Capitals: ΤΙΜΩΡΗΤΕΟΝ
Transliteration A: timōrētéon Transliteration B: timōrēteon Transliteration C: timoriteon Beta Code: timwrhte/on

English (LSJ)

A one must visit with vengeance, punish, τινας Isoc.15.174; τι Pl.Lg. 867c.
II τιμωρητέος, α, ον, that ought to be punished, ὑπὲρ ἁπάντων τ. ὡς κοινὸς ἐχθρός D.21.142.
III -ητέον one must assist, Hdt.7.168: pl. τιμωρητέα, Th.1.86.
2 one must defend, τῷ ἐναντίῳ λόγῳ Hp.Acut.37.β.

Greek (Liddell-Scott)

τῑμωρητέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ βοηθήσῃ, Ἡρόδ. 7. 168· οὕτως ἐν τῷ πληθ. τιμωρητέα, Θουκ. 1. 86. 2) ἐπὶ ἰατρικῆς ἐπικουρίας ἢ βοηθείας, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390. ΙΙ. πρέπει τις νὰ ἐκδικηθῇ, νὰ τιμωρήσῃ, τινὰ Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 186· τι Πλάτ. Νόμ. 867C. ΙΙΙ. τιμωρητέως, α, ον, ὃν πρέπει τις νὰ τιμωρήσῃ, ὑπέρ τινος Δημ. 561. 2.

Greek Monotonic

τῑμωρητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να βοηθήσει, σε Ηρόδ.· ομοίως στον πληθ., τιμωρητέα, σε Θουκ.
II. αυτό για το οποίο πρέπει κάποιος να εκδικηθεί, να τιμωρήσει κάποιον, τινά, σε Ισοκρ.
III. τιμωρητέος, , -ον, αυτός τον οποίο πρέπει κάποιος να τιμωρήσει, σε Δημ.