Σαδδουκαίοι: Difference between revisions
ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines
mNo edit summary |
m (Text replacement - "el: Σαδδουκαίοι;" to "el: Σαδδουκαίοι; grc: Σαδδουκαῖοι;") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx=af: Sadduseërs; als: Sadduzäer; ar: صدوقيون; arz: الصدوقيون; az: Sadukeylər; be: Садукеі; bg: Садукеи; br: Sadukeed; ca: Saduceus; cs: Saduceové; da: Saddukæer; de: [[Sadduzäer]]; el: [[Σαδδουκαίοι]]; en: [[Sadducees]]; eo: Sadukeoj; es: [[ | |trtx=af: Sadduseërs; als: Sadduzäer; ar: صدوقيون; arz: الصدوقيون; az: Sadukeylər; be: Садукеі; bg: Садукеи; br: Sadukeed; ca: Saduceus; cs: Saduceové; da: Saddukæer; de: [[Sadduzäer]]; el: [[Σαδδουκαίοι]]; grc: [[Σαδδουκαῖοι]]; en: [[Sadducees]]; eo: Sadukeoj; es: [[saduceos]]; et: Saduserid; eu: Saduzear; fa: صدوقیان; fi: Saddukeukset; fo: Saddukearar; fr: [[Sadducéens]]; ga: Sadúcaigh; gl: Saduceo; he: צדוקים; hr: Saduceji; hu: Szadduceusok; hy: Սադուկեցիներ; id: Saduki; it: [[Sadducei]]; ja: サドカイ派; km: សាឌូស៊ី; ko: 사두개파; ln: Sadusé; lt: Sadukiejai; mg: Sadoseo; ml: സദൂക്യർ; nl: [[Sadduceeën]]; no: Saddukeere; pl: Saduceusze; pt: [[Saduceus]]; ro: Saducheu; ru: [[Саддукеи]]; sh: Saduceji; sk: Saducej; sl: Saduceji; sr: Садукеји; sv: Saddukéer; sw: Masadukayo; ta: சதுசேயர்; tl: Mga Saduceo; tr: Sadukiler; uk: Садукеї; ur: صدوقی; zh_yue: 撒都該人; zh: 撒都该人 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:52, 25 March 2024
Greek Monolingual
οι / Σαδδουκαῖοι, ΝΜΑ
ονομασία τών οπαδών ιουδαϊκής αίρεσης, που ιδρύθηκε κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα από τον αρχιερέα Σαδώκ, οι οποίοι ήταν προσκολλημένοι στο γράμμα του μωσαϊκού νόμου, απέρριπταν την παράδοση, αρνούνταν την αθανασία της ψυχής και την ανάσταση τών νεκρών και απέδιδαν μεγάλη σημασία στους τύπους τών ιεροτελεστιών, δέχονταν τη θεία πρόνοια και την ελευθερία της βούλησης, είχαν ως σκοπό της ζωής τους την ευζωία και από τον 2ο π.Χ. βρίσκονταν σε αντίθεση με τους Φαρισαίους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. εβραϊκό sāddūgi, πιθ. < Şadoq, αρχιερέας του Ισραήλ και ιδρυτής της αίρεσης αυτής].
Translations
af: Sadduseërs; als: Sadduzäer; ar: صدوقيون; arz: الصدوقيون; az: Sadukeylər; be: Садукеі; bg: Садукеи; br: Sadukeed; ca: Saduceus; cs: Saduceové; da: Saddukæer; de: Sadduzäer; el: Σαδδουκαίοι; grc: Σαδδουκαῖοι; en: Sadducees; eo: Sadukeoj; es: saduceos; et: Saduserid; eu: Saduzear; fa: صدوقیان; fi: Saddukeukset; fo: Saddukearar; fr: Sadducéens; ga: Sadúcaigh; gl: Saduceo; he: צדוקים; hr: Saduceji; hu: Szadduceusok; hy: Սադուկեցիներ; id: Saduki; it: Sadducei; ja: サドカイ派; km: សាឌូស៊ី; ko: 사두개파; ln: Sadusé; lt: Sadukiejai; mg: Sadoseo; ml: സദൂക്യർ; nl: Sadduceeën; no: Saddukeere; pl: Saduceusze; pt: Saduceus; ro: Saducheu; ru: Саддукеи; sh: Saduceji; sk: Saducej; sl: Saduceji; sr: Садукеји; sv: Saddukéer; sw: Masadukayo; ta: சதுசேயர்; tl: Mga Saduceo; tr: Sadukiler; uk: Садукеї; ur: صدوقی; zh_yue: 撒都該人; zh: 撒都该人