Σαδδουκαίοι

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source

Greek Monolingual

οι / Σαδδουκαῖοι, ΝΜΑ
ονομασία τών οπαδών ιουδαϊκής αίρεσης, που ιδρύθηκε κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα από τον αρχιερέα Σαδώκ, οι οποίοι ήταν προσκολλημένοι στο γράμμα του μωσαϊκού νόμου, απέρριπταν την παράδοση, αρνούνταν την αθανασία της ψυχής και την ανάσταση τών νεκρών και απέδιδαν μεγάλη σημασία στους τύπους τών ιεροτελεστιών, δέχονταν τη θεία πρόνοια και την ελευθερία της βούλησης, είχαν ως σκοπό της ζωής τους την ευζωία και από τον 2ο π.Χ. βρίσκονταν σε αντίθεση με τους Φαρισαίους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. εβραϊκό sāddūgi, πιθ. < Şadoq, αρχιερέας του Ισραήλ και ιδρυτής της αίρεσης αυτής].

Translations

af: Sadduseërs; als: Sadduzäer; ar: صدوقيون; arz: الصدوقيون; az: Sadukeylər; be: Садукеі; bg: Садукеи; br: Sadukeed; ca: Saduceus; cs: Saduceové; da: Saddukæer; de: Sadduzäer; el: Σαδδουκαίοι; grc: Σαδδουκαῖοι; en: Sadducees; eo: Sadukeoj; es: saduceos; et: Saduserid; eu: Saduzear; fa: صدوقیان; fi: Saddukeukset; fo: Saddukearar; fr: Sadducéens; ga: Sadúcaigh; gl: Saduceo; he: צדוקים; hr: Saduceji; hu: Szadduceusok; hy: Սադուկեցիներ; id: Saduki; it: Sadducei; ja: サドカイ派; km: សាឌូស៊ី; ko: 사두개파; ln: Sadusé; lt: Sadukiejai; mg: Sadoseo; ml: സദൂക്യർ; nl: Sadduceeën; no: Saddukeere; pl: Saduceusze; pt: Saduceus; ro: Saducheu; ru: Саддукеи; sh: Saduceji; sk: Saducej; sl: Saduceji; sr: Садукеји; sv: Saddukéer; sw: Masadukayo; ta: சதுசேயர்; tl: Mga Saduceo; tr: Sadukiler; uk: Садукеї; ur: صدوقی; zh_yue: 撒都該人; zh: 撒都该人