ἀναισίμωμα: Difference between revisions

From LSJ

οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)

Source
(2)
 
mNo edit summary
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anaisimoma
|Transliteration C=anaisimoma
|Beta Code=a)naisi/mwma
|Beta Code=a)naisi/mwma
|Definition=ατος, τό, = Att. <b class="b3">δαπάνη</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that which is used up</b>, <b class="b3">τὰ ἀναισιμώματα τῇ στρατιῇ</b> the war<b class="b2">-expenses</b>, <span class="bibl">Hdt.5.31</span>.</span>
|Definition=ἀναισιμώματος, τό, = Att. [[δαπάνη]], [[consumption]], [[expenditure]], [[that which is used up]], <b class="b3">τὰ ἀναισιμώματα τῇ στρατιῇ</b> the [[war]]-[[expense]]s, [[Herodotus|Hdt.]]5.31.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br />[[gasto]] c. dat. τῇ στρατιῇ Hdt.5.31<br /><b class="num"></b>sin determ., Call.<i>Fr</i>.196.45.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0190.png Seite 190]] τό, das [[Verwendete]], die [[Kosten]], τῇ στρατιῇ, für das Heer, Her. 5, 31.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[dépense]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀναισιμόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναισίμωμα:''' ατος (σῐ) τό [[расход]], [[издержки]]: τὰ ἀναισιμώματα τῇ στρατιῇ Her. средства на содержание войска.
}}
{{ls
|lstext='''ἀναισίμωμα''': -ατος, τ;o, = τῷ Ἀττ. [[δαπάνη]]· τὰ ἀναισιμώματα τῇ στρατιῇ αἱ δαπάναι τοῦ πολέμου, Ἡρόδ. 5. 31.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀναισίμωμα]], το (Α) [[ἀναισιμῶ]]<br />αυτό που καταναλίσκεται, που ξοδεύεται, η [[δαπάνη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναισίμωμα:''' -ατος, τό, [[κατανάλωση]], [[ξόδεμα]], [[δαπάνη]], στον Ηρόδ.
}}
}}

Latest revision as of 21:16, 25 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναισίμωμα Medium diacritics: ἀναισίμωμα Low diacritics: αναισίμωμα Capitals: ΑΝΑΙΣΙΜΩΜΑ
Transliteration A: anaisímōma Transliteration B: anaisimōma Transliteration C: anaisimoma Beta Code: a)naisi/mwma

English (LSJ)

ἀναισιμώματος, τό, = Att. δαπάνη, consumption, expenditure, that which is used up, τὰ ἀναισιμώματα τῇ στρατιῇ the war-expenses, Hdt.5.31.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [-ῐ-]
gasto c. dat. τῇ στρατιῇ Hdt.5.31
sin determ., Call.Fr.196.45.

German (Pape)

[Seite 190] τό, das Verwendete, die Kosten, τῇ στρατιῇ, für das Heer, Her. 5, 31.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dépense.
Étymologie: ἀναισιμόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναισίμωμα: ατος (σῐ) τό расход, издержки: τὰ ἀναισιμώματα τῇ στρατιῇ Her. средства на содержание войска.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναισίμωμα: -ατος, τ;o, = τῷ Ἀττ. δαπάνη· τὰ ἀναισιμώματα τῇ στρατιῇ αἱ δαπάναι τοῦ πολέμου, Ἡρόδ. 5. 31.

Greek Monolingual

ἀναισίμωμα, το (Α) ἀναισιμῶ
αυτό που καταναλίσκεται, που ξοδεύεται, η δαπάνη.

Greek Monotonic

ἀναισίμωμα: -ατος, τό, κατανάλωση, ξόδεμα, δαπάνη, στον Ηρόδ.