δακτυλιαῖος: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(6_4) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=daktyliaios | |Transliteration C=daktyliaios | ||
|Beta Code=daktuliai=os | |Beta Code=daktuliai=os | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[of a finger's length]], [[breadth]] or [[thickness]], ῥάβδοι Hp.''Fract.''30; κάραβοι [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''549b10; τομοὶ δ. τῷ τε μήκει καὶ πάχει Damocr. ap. Gal. 13.1000: Astron., [[a digit in extent]], Cleom. 2.3.<br><span class="bld">II</span> [[possessing]] <b class="b3">δάκτυλοι, δ. μέρη τοῦ σώματος</b>, i.e. hands and feet, [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.77. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que tiene el tamaño de un dedo]] ῥάβδους ... πάχος μὲν ὡς δακτυλιαίας Hp.<i>Fract</i>.30, cf. Thphr.<i>Fr</i>.172.2, [[Diodorus Siculus|D.S.]]18.26, κάραβοι ... λαμβάνονται πολλάκις ἐλάττους ἢ δακτυλιαῖοι Arist.<i>HA</i> 549<sup>b</sup>10, ξύλον ... τῷ ... πάχει δακτυλιαίαν ἔχον τὴν διάμετρον Plb.Plb.27.11.3, πλέονα τόπον δακτυλιαίου μάκεος Archim.<i>Aren</i>.2, δακτυλιαῖα μέρη τοῦ σώματος [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.77, ἐν Ῥόδῳ δακτυλιαία γενήσεται ἡ ὁρωμένη τοῦ ἡλίου φάσις Cleom.2.3.28, γέγονέ σου τὸ ψυχάριον ἀντὶ δακτυλιαίου δίπηχυ Arr.<i>Epict</i>.3.2.10, μήκη Gal.13.53, μεγέθη Aët.8.56 (p.496). | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0520.png Seite 520]] einen Finger lang, dick, breit, Hipp. u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0520.png Seite 520]] einen Finger lang, dick, breit, Hipp. u. Sp. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δακτυλιαῖος -α -ον [δάκτυλος] [[een vinger lang]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δακτῠλιαῖος:''' [[величиной с палец]] (κάραβοι Arst.; μέρη τοῦ σώματος Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δακτῠλιαῖος''': -α, -ον, ἔχων δακτύλου [[μῆκος]], [[πλάτος]] ἢ [[πάχος]], ῥάβδοι Ἱππ. Ἀγμ. 771· κάραβοι Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 17, 7. | |lstext='''δακτῠλιαῖος''': -α, -ον, ἔχων δακτύλου [[μῆκος]], [[πλάτος]] ἢ [[πάχος]], ῥάβδοι Ἱππ. Ἀγμ. 771· κάραβοι Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 17, 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (Α δακτυλιαῖος, -α, -ον) [[δάκτυλος]]<br />όποιος έχει [[μήκος]], [[πλάτος]] ή [[πάχος]] ενός δακτύλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «δακτυλιαῖα μέρη τοῦ σώματος» — τα χέρια και τα πόδια. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:15, 27 March 2024
English (LSJ)
α, ον,
A of a finger's length, breadth or thickness, ῥάβδοι Hp.Fract.30; κάραβοι Arist.HA549b10; τομοὶ δ. τῷ τε μήκει καὶ πάχει Damocr. ap. Gal. 13.1000: Astron., a digit in extent, Cleom. 2.3.
II possessing δάκτυλοι, δ. μέρη τοῦ σώματος, i.e. hands and feet, D.S.1.77.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que tiene el tamaño de un dedo ῥάβδους ... πάχος μὲν ὡς δακτυλιαίας Hp.Fract.30, cf. Thphr.Fr.172.2, D.S.18.26, κάραβοι ... λαμβάνονται πολλάκις ἐλάττους ἢ δακτυλιαῖοι Arist.HA 549b10, ξύλον ... τῷ ... πάχει δακτυλιαίαν ἔχον τὴν διάμετρον Plb.Plb.27.11.3, πλέονα τόπον δακτυλιαίου μάκεος Archim.Aren.2, δακτυλιαῖα μέρη τοῦ σώματος D.S.1.77, ἐν Ῥόδῳ δακτυλιαία γενήσεται ἡ ὁρωμένη τοῦ ἡλίου φάσις Cleom.2.3.28, γέγονέ σου τὸ ψυχάριον ἀντὶ δακτυλιαίου δίπηχυ Arr.Epict.3.2.10, μήκη Gal.13.53, μεγέθη Aët.8.56 (p.496).
German (Pape)
[Seite 520] einen Finger lang, dick, breit, Hipp. u. Sp.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δακτυλιαῖος -α -ον [δάκτυλος] een vinger lang.
Russian (Dvoretsky)
δακτῠλιαῖος: величиной с палец (κάραβοι Arst.; μέρη τοῦ σώματος Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
δακτῠλιαῖος: -α, -ον, ἔχων δακτύλου μῆκος, πλάτος ἢ πάχος, ῥάβδοι Ἱππ. Ἀγμ. 771· κάραβοι Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 17, 7.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α δακτυλιαῖος, -α, -ον) δάκτυλος
όποιος έχει μήκος, πλάτος ή πάχος ενός δακτύλου
αρχ.
φρ. «δακτυλιαῖα μέρη τοῦ σώματος» — τα χέρια και τα πόδια.