διχῇ: Difference between revisions

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν τῶν ὑπαρχόντων κρατεῖν → Opes tenere, non teneri opibus iuvat → Am besten hast du jede Lage fest im Griff | Am liebsten Herr sein über das Vorhandene

Menander, Monostichoi, 206
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δῐχῇ) <b class="num">• Alolema(s):</b> [[διχεῖ]] Maier, <i>GMBI</i> 19.8 (Eleusis IV a.C.); διχῆ Hp.<i>VC</i> 13, Plu.2.442a, Aristid.<i>Or</i>.37.13<br />adv. <br /><b class="num">1</b> [[en dos partes]] [[διχῇ]] δ' ἀντίπορον γαῖαν A.<i>Supp</i>.544, ἐπανατάμνων τὸν κύκλον δ. Hp.l.c., φλέβες ... δ. ... σχίζονται Hp.<i>Oss</i>.4, τόπους ... διειληφότας δ. Pl.<i>Ti</i>.62c, ποδῶν [[ἕκαστος]] ... δ. διῄρηται Arist.<i>HA</i> 503<sup>a</sup>23, cf. Thphr.<i>HP</i> 6.6.2, D.S.19.4, I.<i>BI</i> 5.356, Plu.<i>Crass</i>.21, Aristid.<i>Or</i>.37.15, Plot.4.3.29, 6.1.17, [[ἔνθα]] δ. ... σχιζόμενος el río Istro, A.R.4.289, cf. Paus.10.28.4, τόν τε οὐρανὸν ... δ. διανείμαντες Ph.2.189, cf. I.<i>AI</i> 17.318, τῶν δὲ πολεμίων ... παραταξαμένων οὐχ ὁμοῦ, δ. δέ I.<i>AI</i> 7.123, δ. μερίζεσθαι Plu.2.442a, ([[διατείχισμα]]) ὃ τὴν νῆσον δ. τέμνει D.C.76.12.1, cf. Aristid.Quint.96.6.<br /><b class="num">2</b> [[de dos maneras]] ἐπονομασθῆναι ... δ. Pl.<i>R</i>.445d, δ. τὴν μίαν ἀποτελῶν δύναμιν ἢ μοναχῇ ...; Pl.<i>Lg</i>.720e, [[δεῖ]] δὴ πολλὴν καὶ δ. τὴν βοήθειαν εἶναι D.1.18, cf. 17, εὐδαιμονίαν δ. νοεῖσθαι Epicur.[1] 121a, δ. ... τούτων ἑκατέρῳ προσηνέχθη Aristid.<i>Or</i>.37.13.
|dgtxt=(δῐχῇ) <b class="num">• Alolema(s):</b> [[διχεῖ]] Maier, <i>GMBI</i> 19.8 (Eleusis IV a.C.); διχῆ Hp.<i>VC</i> 13, Plu.2.442a, Aristid.<i>Or</i>.37.13<br />adv. <br /><b class="num">1</b> [[en dos partes]] [[διχῇ]] δ' ἀντίπορον γαῖαν A.<i>Supp</i>.544, ἐπανατάμνων τὸν κύκλον δ. Hp.l.c., φλέβες ... δ. ... σχίζονται Hp.<i>Oss</i>.4, τόπους ... διειληφότας δ. Pl.<i>Ti</i>.62c, ποδῶν [[ἕκαστος]] ... δ. διῄρηται Arist.<i>HA</i> 503<sup>a</sup>23, cf. Thphr.<i>HP</i> 6.6.2, [[Diodorus Siculus|D.S.]]19.4, I.<i>BI</i> 5.356, Plu.<i>Crass</i>.21, Aristid.<i>Or</i>.37.15, Plot.4.3.29, 6.1.17, [[ἔνθα]] δ. ... σχιζόμενος el río Istro, A.R.4.289, cf. Paus.10.28.4, τόν τε οὐρανὸν ... δ. διανείμαντες Ph.2.189, cf. I.<i>AI</i> 17.318, τῶν δὲ πολεμίων ... παραταξαμένων οὐχ ὁμοῦ, δ. δέ I.<i>AI</i> 7.123, δ. μερίζεσθαι Plu.2.442a, ([[διατείχισμα]]) ὃ τὴν νῆσον δ. τέμνει D.C.76.12.1, cf. Aristid.Quint.96.6.<br /><b class="num">2</b> [[de dos maneras]] ἐπονομασθῆναι ... δ. Pl.<i>R</i>.445d, δ. τὴν μίαν ἀποτελῶν δύναμιν ἢ μοναχῇ ...; Pl.<i>Lg</i>.720e, [[δεῖ]] δὴ πολλὴν καὶ δ. τὴν βοήθειαν εἶναι D.1.18, cf. 17, εὐδαιμονίαν δ. νοεῖσθαι Epicur.[1] 121a, δ. ... τούτων ἑκατέρῳ προσηνέχθη Aristid.<i>Or</i>.37.13.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 07:30, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διχῇ Medium diacritics: διχῇ Low diacritics: διχή Capitals: ΔΙΧΗ
Transliteration A: dichē̂i Transliteration B: dichē Transliteration C: dichi Beta Code: dixh=|

English (LSJ)

Adv. = δίχα, in two, asunder, A. Supp. 544 (lyr.), Pl. Ti. 620, etc.
in two ways, δ. ἐπονομασθῆναι Id. R. 445d; δεῖ δ. τὴν βοήθειαν εἶναι D. 1.18.

Spanish (DGE)

(δῐχῇ) • Alolema(s): διχεῖ Maier, GMBI 19.8 (Eleusis IV a.C.); διχῆ Hp.VC 13, Plu.2.442a, Aristid.Or.37.13
adv.
1 en dos partes διχῇ δ' ἀντίπορον γαῖαν A.Supp.544, ἐπανατάμνων τὸν κύκλον δ. Hp.l.c., φλέβες ... δ. ... σχίζονται Hp.Oss.4, τόπους ... διειληφότας δ. Pl.Ti.62c, ποδῶν ἕκαστος ... δ. διῄρηται Arist.HA 503a23, cf. Thphr.HP 6.6.2, D.S.19.4, I.BI 5.356, Plu.Crass.21, Aristid.Or.37.15, Plot.4.3.29, 6.1.17, ἔνθα δ. ... σχιζόμενος el río Istro, A.R.4.289, cf. Paus.10.28.4, τόν τε οὐρανὸν ... δ. διανείμαντες Ph.2.189, cf. I.AI 17.318, τῶν δὲ πολεμίων ... παραταξαμένων οὐχ ὁμοῦ, δ. δέ I.AI 7.123, δ. μερίζεσθαι Plu.2.442a, (διατείχισμα) ὃ τὴν νῆσον δ. τέμνει D.C.76.12.1, cf. Aristid.Quint.96.6.
2 de dos maneras ἐπονομασθῆναι ... δ. Pl.R.445d, δ. τὴν μίαν ἀποτελῶν δύναμιν ἢ μοναχῇ ...; Pl.Lg.720e, δεῖ δὴ πολλὴν καὶ δ. τὴν βοήθειαν εἶναι D.1.18, cf. 17, εὐδαιμονίαν δ. νοεῖσθαι Epicur.[1] 121a, δ. ... τούτων ἑκατέρῳ προσηνέχθη Aristid.Or.37.13.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en deux;
2 doublement.
Étymologie: δίχα.

Greek Monotonic

δῐχῇ: επίρρ. δίχα·
1. στα δύο, χωριστά, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.
2. με δύο τρόπους, στον ίδ., σε Δημ.

German (Pape)

= δίχα; διατέμνειν Aesch. Suppl. 539; διαλαμβάνειν, διαιρεῖν, Plat. Phil. 23c, Crat. 396a, und öfter; auch Sp; – doppelt, Plat. Rep. IV.445d; Dem. 1.18.