προικίζω: Difference between revisions
Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proikizo | |Transliteration C=proikizo | ||
|Beta Code=proiki/zw | |Beta Code=proiki/zw | ||
|Definition=[[portion]], [[give a dowry to]], τινα D.S.16.55, Ph.2.311, etc.:—[[Προικιζομένη]], name of a comedy by Apollod.Car. | |Definition=[[portion]], [[give a dowry to]], τινα [[Diodorus Siculus|D.S.]]16.55, Ph.2.311, etc.:—[[Προικιζομένη]], name of a comedy by Apollod.Car. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:35, 27 March 2024
English (LSJ)
portion, give a dowry to, τινα D.S.16.55, Ph.2.311, etc.:—Προικιζομένη, name of a comedy by Apollod.Car.
German (Pape)
[Seite 725] ausstatten, D. Sic. 16, 56.
Russian (Dvoretsky)
προικίζω: снабжать приданым (τινά Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
προικίζω: (προὶξ) ὡς καὶ νῦν, παρθένους προικίσας Διόδ. 16, 55· τὰς παρθένους δημοσίᾳ προικίζεσθαι 20, 85· προικιζέτω τὴν παῖδ’ ὁ φθορεὺς Φίλων τ. 2, σ. 311, 22. ― Προικιζομένη, ὄνομα κωμῳδίας Ἀπολλοδ. τοῦ Καρυστ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ προίξ, -κός]
δίνω προίκα, προικοδοτώ («παρθένους προικίσας», Διόδ.)
νεοελλ.
1. χαρίζω, δωρίζω («η φύση τον προίκισε με πολλά χαρίσματα»)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) προικισμένος, -η, -ο
α) (για γυναίκα) αυτή που έχει πάρει προίκα
β) (γενικά για πρόσ.) αυτός που έχει πολλά φυσικά χαρίσματα
αρχ.
(το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως κύριο όν.) Προικιζομένη
τίτλος κωμωδίας του Απολλοδώρου του Καρυστίου.