ἐπάντλησις: Difference between revisions
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epantlisis | |Transliteration C=epantlisis | ||
|Beta Code=e)pa/ntlhsis | |Beta Code=e)pa/ntlhsis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[pouring over]], as of water over a person bathing, Hp.''Acut.''65 (pl.), [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.10 ([[varia lectio|v.l.]] [[ὑπάντλησις]], pl.).<br><span class="bld">2</span> [[pumping]], ὑδάτων ''Stud.Pal.''10.259.15 (V.A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0903.png Seite 903]] ἡ, das Daraufgießen, Hippocr.; ὑδάτων, die Bewässerung, D. Sic. 2, 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0903.png Seite 903]] ἡ, das Daraufgießen, Hippocr.; ὑδάτων, die Bewässerung, D. Sic. 2, 10. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπάντλησις:''' εως ἡ [[наливание]]: πρὸς τὰς ἐπαντλήσεις τῶν ὑδάτων ὄργανα Diod. машины для водоснабжения. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπάντλησις]], η (Α) [[επαντλώ]]<br /><b>1.</b> η [[επίχυση]], το [[χύσιμο]] υγρού («πρὸς τὰς ἐπαντλήσεις τῶν ὑδάτων», <b>Διόδ.</b>) και μτφ. («τὴν βαρεῖαν ταύτην φλεγμονὴν τῆς καρδίας ἡμῶν τῇ ἐπαντλήσει τῶν παρηγορικῶν λόγων διαφορήσας», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> [[άντληση]] νερού. | |mltxt=[[ἐπάντλησις]], η (Α) [[επαντλώ]]<br /><b>1.</b> η [[επίχυση]], το [[χύσιμο]] υγρού («πρὸς τὰς ἐπαντλήσεις τῶν ὑδάτων», <b>Διόδ.</b>) και μτφ. («τὴν βαρεῖαν ταύτην φλεγμονὴν τῆς καρδίας ἡμῶν τῇ ἐπαντλήσει τῶν παρηγορικῶν λόγων διαφορήσας», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> [[άντληση]] νερού. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:00, 27 March 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A pouring over, as of water over a person bathing, Hp.Acut.65 (pl.), D.S.2.10 (v.l. ὑπάντλησις, pl.).
2 pumping, ὑδάτων Stud.Pal.10.259.15 (V.A.D.).
German (Pape)
[Seite 903] ἡ, das Daraufgießen, Hippocr.; ὑδάτων, die Bewässerung, D. Sic. 2, 10.
Russian (Dvoretsky)
ἐπάντλησις: εως ἡ наливание: πρὸς τὰς ἐπαντλήσεις τῶν ὑδάτων ὄργανα Diod. машины для водоснабжения.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάντλησις: -εως, ἡ, ἐπίχυσις, ὡς ὅταν ἐπιχέῃ τις ὕδωρ ἐπὶ λουομένου, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξέων 395, Διόδ. 2. 10 (διάφ. γρ. ὑπ-).
Greek Monolingual
ἐπάντλησις, η (Α) επαντλώ
1. η επίχυση, το χύσιμο υγρού («πρὸς τὰς ἐπαντλήσεις τῶν ὑδάτων», Διόδ.) και μτφ. («τὴν βαρεῖαν ταύτην φλεγμονὴν τῆς καρδίας ἡμῶν τῇ ἐπαντλήσει τῶν παρηγορικῶν λόγων διαφορήσας», Γρηγ. Νύσσ.)
2. άντληση νερού.