перемещать: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(DvTab) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[διορίζω]], [[μεθίστημι]], [[ἀντιμεθίστημι]], [[μεταλλάσσω]], [[μεταλλάττω]], [[οἰκίζω]], [[μετανίστημι]], [[μεθορμίζω]], [[μετορμίζω]], [[μετακινέω]], [[ἀφιδρύω]], [[μεταφέρω]], [[μετακαθίζω]], [[μεθιδρύω]], [[μετάγω]], [[μετατίθημι]], [[ἀνίστημι]] | |rueltext=[[ἐξαλλάσσω]], [[ἐξαλλάττω]], [[διορίζω]], [[μεθίστημι]], [[ἀντιμεθίστημι]], [[μεταλλάσσω]], [[μεταλλάττω]], [[οἰκίζω]], [[μετανίστημι]], [[μεθορμίζω]], [[μετορμίζω]], [[μετακινέω]], [[ἀφιδρύω]], [[μεταφέρω]], [[μετακαθίζω]], [[μεθιδρύω]], [[μετάγω]], [[μετατίθημι]], [[ἀνίστημι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:25, 27 March 2024
Russian > Greek
ἐξαλλάσσω, ἐξαλλάττω, διορίζω, μεθίστημι, ἀντιμεθίστημι, μεταλλάσσω, μεταλλάττω, οἰκίζω, μετανίστημι, μεθορμίζω, μετορμίζω, μετακινέω, ἀφιδρύω, μεταφέρω, μετακαθίζω, μεθιδρύω, μετάγω, μετατίθημι, ἀνίστημι