καινογράφος: Difference between revisions
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)γράφος" to "Full diacritics=$1γρᾰ́φος") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | {{LSJ2 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=καινογρᾰ́φος | ||
|Medium diacritics=καινογράφος | |Medium diacritics=καινογράφος | ||
|Low diacritics=καινογράφος | |Low diacritics=καινογράφος | ||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καινογράφος]], ὁ (Α)<br /><b>πάπ.</b> αυτός που γράφει με νέο τρόπο, με νέο ύφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γράφω]]), | |mltxt=[[καινογράφος]], ὁ (Α)<br /><b>πάπ.</b> αυτός που γράφει με νέο τρόπο, με νέο ύφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γράφω]]), [[πρβλ]]. [[πεζογράφος]], [[χρονικογράφος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική [[σημασία]] ([[πρβλ]]. [[καινόγραφος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:05, 29 March 2024
English (LSJ)
ὁ, composer in a new style, prob. in Anon. Metr. Oxy. 220vi3.
Greek Monolingual
καινογράφος, ὁ (Α)
πάπ. αυτός που γράφει με νέο τρόπο, με νέο ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -γράφος (< γράφω), πρβλ. πεζογράφος, χρονικογράφος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημασία (πρβλ. καινόγραφος)].