σκεπάρνιον: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκεπάρνιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σκέπαρνον]], Βυζ.
|lstext='''σκεπάρνιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σκέπαρνον]], Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=[[σκεπάρνι]], το / [[σκεπάρνιον]], ΝΜΑ, και [[σκεπάριον]] ΜΑ [[σκέπαρνος]]<br />κοπτικό [[εργαλείο]] με πεπλατυσμένη [[λεπίδα]] τροχισμένη στην εσωτερική [[πλευρά]] και στερεωμένη υπό μικρή [[γωνία]] στο [[άκρο]] στειλεού, το οποίο χρησιμοποιείται από τους κτίστες και τους ξυλουργούς για εκχόνδριση ξύλων, [[αποκοπή]] και πελέκημά τους, [[καθώς]] και για [[κάρφωμα]] και [[εξαγωγή]] καρφιών [[χάρη]] σε ειδική οπή που φέρει στο [[κέντρο]] της λεπίδας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[σκέπαρνον]], <b>βλ.</b> [[σκέπαρνο]]<br /><b>2.</b> [[αρχιτεκτονική]] [[στήλη]].
}}
}}
{{trml
{{trml

Latest revision as of 18:23, 7 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκεπάρνιον Medium diacritics: σκεπάρνιον Low diacritics: σκεπάρνιον Capitals: ΣΚΕΠΑΡΝΙΟΝ
Transliteration A: skepárnion Transliteration B: skeparnion Transliteration C: skeparnion Beta Code: skepa/rnion

English (LSJ)

τό, Dim. of σκέπαρνον, Archit., pier, 'piedroit', Rev.Phil.44.249 (Didyma, ii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

σκεπάρνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκέπαρνον, Βυζ.

Greek Monolingual

σκεπάρνι, το / σκεπάρνιον, ΝΜΑ, και σκεπάριον ΜΑ σκέπαρνος
κοπτικό εργαλείο με πεπλατυσμένη λεπίδα τροχισμένη στην εσωτερική πλευρά και στερεωμένη υπό μικρή γωνία στο άκρο στειλεού, το οποίο χρησιμοποιείται από τους κτίστες και τους ξυλουργούς για εκχόνδριση ξύλων, αποκοπή και πελέκημά τους, καθώς και για κάρφωμα και εξαγωγή καρφιών χάρη σε ειδική οπή που φέρει στο κέντρο της λεπίδας
αρχ.
1. μικρό σκέπαρνον, βλ. σκέπαρνο
2. αρχιτεκτονική στήλη.

Translations

adze

A-Pucikwar: wolo; Aka-Bea: wolo; Aka-Cari: olo; Aka-Kede: wo; Albanian: sqepar; Armenian: ուրագ; Azerbaijani: kərki; Belarusian: цясла; Bulgarian: тесла; Catalan: aixa; Chinese Mandarin: 錛子/锛子; Crimean Tatar: teslice; Czech: tesla, skoble, teslice; Dutch: dissel; Esperanto: adzo; Finnish: koverokirves, talso, telso, kourukirves; French: herminette; Galician: aixola; Georgian: სათლელი; German: Queraxt, Dechsel; Greek: σκεπάρνι; Ancient Greek: σκέπαρνον, σκέπαρνος; Hebrew: מַעֲצָד; Hungarian: bárd, ácsbárd; Irish: tál; Japanese: 釿; Korean: 까뀌; Macedonian: тесла, брадва; Mongolian: ооль; Old Irish: tál; Ottoman Turkish: كسر, فاس; Persian: تیشه; Polish: topór ciesielski, ciesak, cieślica, cioska, ciosła; Portuguese: enxó; Romanian: teslă; Russian: тесло, дексель; Serbo-Croatian Cyrillic: бра̏два, брадвица, те̏сла, теслица; Roman: brȁdva, bradvica, tȅsla, teslica; Spanish: azuela; Swedish: däxel, skarvyxa; Tagalog: daras, pandaras; Turkish: keser, kerki; Ukrainian: тесло; Welsh: neddyf; White Hmong: piab