dividir: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(2)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{esel
{{esel
|sltx=[[ἀποδιαιρέομαι]], [[διαρτάω]], [[διεξαιρέω]], [[ἀπονέμω]], [[διαιρέω]], [[διοικοδομέω]], [[ἀριθμέω]], [[ἀποτέμνω]], [[ἀποτεμαχίζω]], [[διατέμνω]], [[ἀποκερματίζω]], [[διασκίδνημι]], [[διανέμω]], [[δητύω]], [[ἐμμερίζω]], [[διαμερίζω]], [[διαμοιράομαι]], [[δαίομαι]], [[δατέομαι]], [[διαλαμβάνω]], [[ἀντιδιακρίνω]], [[δάσσω]], [[δαστῶ]], [[ἐκφέρω]], [[ἐνδατέομαι]], [[διασχίζω]], [[διαδατέομαι]], [[διαστέλλω]], [[διαχωρίζω]], [[διείργω]], [[διΐστημι]], [[διαπρίω]]
|sltx=[[ἀποδιαιρέομαι]], [[διαρτάω]], [[διεξαιρέω]], [[ἀπονέμω]], [[διαιρέω]], [[διοικοδομέω]], [[ἀριθμέω]], [[ἀποτέμνω]], [[ἀποτεμαχίζω]], [[διατέμνω]], [[ἀποκερματίζω]], [[διασκίδνημι]], [[διανέμω]], [[δητύω]], [[ἐμμερίζω]], [[διαμερίζω]], [[διαμοιράομαι]], [[δαίομαι]], [[δατέομαι]], [[διαλαμβάνω]], [[ἀντιδιακρίνω]], [[δάσσω]], [[δαστῶ]], [[ἐκφέρω]], [[ἐνδατέομαι]], [[διασχίζω]], [[διαδατέομαι]], [[διαστέλλω]], [[διαχωρίζω]], [[διείργω]], [[διΐστημι]], [[διαπρίω]], [[διασπάω]]
}}
}}

Latest revision as of 20:21, 9 April 2024