καστόριον: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(6_21) |
m (Text replacement - "theilen" to "teilen") |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kastorion | |Transliteration C=kastorion | ||
|Beta Code=kasto/rion | |Beta Code=kasto/rion | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, v. [[καστόρειος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1333.png Seite 1333]] τό, Bibergeil, ein stark riechendes Arzneimittel, das sich in eigenen Gefäßen neben den | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1333.png Seite 1333]] τό, Bibergeil, ein stark riechendes Arzneimittel, das sich in eigenen Gefäßen neben den Zeugungsteilen des Bibers sammelt, sonst für die Hoden selbst gehalten, Medic. – Neutr. von | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καστόριον -ου, τό [κάστωρ] bevergeil (gebruikt als geneesmiddel). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καστόριον:''' τό мед. бобровая струя Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καστόριον''': τό, Λατ. castoreum, ἢ (ἐν τῷ πληθ.) castorea, ἔκκριμά τι ῥευστὸν μελιτῶδες εὑρισκόμενον ἐντὸς δύο ὑμενωδῶν κυστιδίων παρὰ τὰ ὁπίσθια τοῦ κάστορος, οὐχὶ δὲ (ὡς ἐπιστεύετο) ἐν τοῖς ὄρχεσι, [[εἶναι]] δὲ «βαρύοσμον, βρωμῶδες, δριμύ, δηκτικὸν» κλ. Διοσκ. 2. 26, Γαλην. ΙΙ. «[[εἶδος]] βαφῆς ἀπὸ τῆς κογχύλης» Σουΐδ. | |lstext='''καστόριον''': τό, Λατ. castoreum, ἢ (ἐν τῷ πληθ.) castorea, ἔκκριμά τι ῥευστὸν μελιτῶδες εὑρισκόμενον ἐντὸς δύο ὑμενωδῶν κυστιδίων παρὰ τὰ ὁπίσθια τοῦ κάστορος, οὐχὶ δὲ (ὡς ἐπιστεύετο) ἐν τοῖς ὄρχεσι, [[εἶναι]] δὲ «βαρύοσμον, βρωμῶδες, δριμύ, δηκτικὸν» κλ. Διοσκ. 2. 26, Γαλην. ΙΙ. «[[εἶδος]] βαφῆς ἀπὸ τῆς κογχύλης» Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[καστόριον]])<br /><b>βλ.</b> [[καστόρι]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:34, 10 April 2024
English (LSJ)
τό, v. καστόρειος.
German (Pape)
[Seite 1333] τό, Bibergeil, ein stark riechendes Arzneimittel, das sich in eigenen Gefäßen neben den Zeugungsteilen des Bibers sammelt, sonst für die Hoden selbst gehalten, Medic. – Neutr. von
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καστόριον -ου, τό [κάστωρ] bevergeil (gebruikt als geneesmiddel).
Russian (Dvoretsky)
καστόριον: τό мед. бобровая струя Plut.
Greek (Liddell-Scott)
καστόριον: τό, Λατ. castoreum, ἢ (ἐν τῷ πληθ.) castorea, ἔκκριμά τι ῥευστὸν μελιτῶδες εὑρισκόμενον ἐντὸς δύο ὑμενωδῶν κυστιδίων παρὰ τὰ ὁπίσθια τοῦ κάστορος, οὐχὶ δὲ (ὡς ἐπιστεύετο) ἐν τοῖς ὄρχεσι, εἶναι δὲ «βαρύοσμον, βρωμῶδες, δριμύ, δηκτικὸν» κλ. Διοσκ. 2. 26, Γαλην. ΙΙ. «εἶδος βαφῆς ἀπὸ τῆς κογχύλης» Σουΐδ.