ἑξάπρυμνος: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "theilen" to "teilen") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksaprymnos | |Transliteration C=eksaprymnos | ||
|Beta Code=e(ca/prumnos | |Beta Code=e(ca/prumnos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[with six stems]], i.e. [[ships]], Lyc.1347. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[provisto de seis popas]], e.d., [[de seis naves]], [[βοηλάτης]] ὁ ἑ. de Heracles, Lyc.1347. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0871.png Seite 871]] mit sechs | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0871.png Seite 871]] mit sechs Schissshinterteilen, d. i. mit sechs Schiffen, Lyc. 1347. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑξάπρυμνος''': -ον, ὁ, ἐκ τοῦ μέρους τὸ ὅλον, ἔχων ἓξ πλοῖα, μετὰ ἓξ πλοίων, τὸν ἑξάπρυμνον, δηλ. τὸν Ἡρακλέα, «ὅτι ἓξ [[ναῦς]] ἔχων, εἰς τὴν Τροίαν ἦλθεν» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 1347, πρβλ. Ἰλ. Ε. 638. | |lstext='''ἑξάπρυμνος''': -ον, ὁ, ἐκ τοῦ μέρους τὸ ὅλον, ἔχων ἓξ πλοῖα, μετὰ ἓξ πλοίων, τὸν ἑξάπρυμνον, δηλ. τὸν Ἡρακλέα, «ὅτι ἓξ [[ναῦς]] ἔχων, εἰς τὴν Τροίαν ἦλθεν» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 1347, πρβλ. Ἰλ. Ε. 638. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑξάπρυμνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει έξι πρύμνες, δηλ. έξι πλοία. | |mltxt=[[ἑξάπρυμνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει έξι πρύμνες, δηλ. έξι πλοία. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:35, 10 April 2024
English (LSJ)
ον, with six stems, i.e. ships, Lyc.1347.
Spanish (DGE)
-ον
provisto de seis popas, e.d., de seis naves, βοηλάτης ὁ ἑ. de Heracles, Lyc.1347.
German (Pape)
[Seite 871] mit sechs Schissshinterteilen, d. i. mit sechs Schiffen, Lyc. 1347.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξάπρυμνος: -ον, ὁ, ἐκ τοῦ μέρους τὸ ὅλον, ἔχων ἓξ πλοῖα, μετὰ ἓξ πλοίων, τὸν ἑξάπρυμνον, δηλ. τὸν Ἡρακλέα, «ὅτι ἓξ ναῦς ἔχων, εἰς τὴν Τροίαν ἦλθεν» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 1347, πρβλ. Ἰλ. Ε. 638.
Greek Monolingual
ἑξάπρυμνος, -ον (Α)
αυτός που έχει έξι πρύμνες, δηλ. έξι πλοία.