διασκεδαστικός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "theilen" to "teilen") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diaskedastikos | |Transliteration C=diaskedastikos | ||
|Beta Code=diaskedastiko/s | |Beta Code=diaskedastiko/s | ||
|Definition= | |Definition=διασκεδαστική, διασκεδαστικόν, [[fitted for dispersing]] or [[digesting]], ἀρχομένης ὑποχύσεως Dsc.3.80, cf. 5.115. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, όν<br />[[que disipa o desintegra]] las cataratas oculares, Dsc.3.80, [[δύναμις]] ... οἰδημάτων δ. Dsc.3.127, cf. 5.93, 115. | |dgtxt=-ή, όν<br />[[que disipa o desintegra]] las cataratas oculares, Dsc.3.80, [[δύναμις]] ... οἰδημάτων δ. Dsc.3.127, cf. 5.93, 115. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] zerteilend, von Arzeneien, Diosc. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διασκεδαστικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τερπνός]], [[ψυχαγωγικός]]<br /><b>2.</b> <b>ειρων.</b> [[γελοίος]], [[κωμικός]], μη [[σοβαρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[διασπορά]] ή [[διάλυση]]<br /><b>2.</b> αυτός που συντελεί στην [[πέψη]], [[χωνευτικός]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[διασκεδαστικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τερπνός]], [[ψυχαγωγικός]]<br /><b>2.</b> <b>ειρων.</b> [[γελοίος]], [[κωμικός]], μη [[σοβαρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[διασπορά]] ή [[διάλυση]]<br /><b>2.</b> αυτός που συντελεί στην [[πέψη]], [[χωνευτικός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:35, 10 April 2024
English (LSJ)
διασκεδαστική, διασκεδαστικόν, fitted for dispersing or digesting, ἀρχομένης ὑποχύσεως Dsc.3.80, cf. 5.115.
Spanish (DGE)
-ή, όν
que disipa o desintegra las cataratas oculares, Dsc.3.80, δύναμις ... οἰδημάτων δ. Dsc.3.127, cf. 5.93, 115.
German (Pape)
[Seite 602] zerteilend, von Arzeneien, Diosc.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διασκεδαστικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. τερπνός, ψυχαγωγικός
2. ειρων. γελοίος, κωμικός, μη σοβαρός
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί διασπορά ή διάλυση
2. αυτός που συντελεί στην πέψη, χωνευτικός.