καπάνη: Difference between revisions
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
(19) |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kapani | |Transliteration C=kapani | ||
|Beta Code=kapa/nh | |Beta Code=kapa/nh | ||
|Definition=[πᾱ], ἡ, < | |Definition=[πᾱ], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[chariot]], Thess. for [[ἀπήνη]], Xenarch.11. (Prop. [[the cross-piece in a chariot seat]], [[the side-pieces]] being καπάνᾰκες, Poll. 1.142.)<br><span class="bld">II</span> = [[κάπη]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; also, [[a felt helmet]], Id. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1322.png Seite 1322]] ἡ (vgl. [[κάπη]]), eigtl. die Krippe, vgl. [[καπανικός]]; bei den Thessalern der Wagen, Xenarch. b. Ath. X, 418 e, = [[ἀπήνη]]. Nach Poll. 1, 142 ein | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1322.png Seite 1322]] ἡ (vgl. [[κάπη]]), eigtl. die Krippe, vgl. [[καπανικός]]; bei den Thessalern der Wagen, Xenarch. b. Ath. X, 418 e, = [[ἀπήνη]]. Nach Poll. 1, 142 ein Teil des Wagens, das hintere Ouerholz am Kutschersitz. – Nach Hesych. auch τριχίνη κυνῆ. – [Die Penultima wahrscheinlich lang.] | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰπάνη:''' (πᾱ) ἡ фесс. = [[ἀπήνη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰπάνη''': πα, ἡ, Θεσσαλικ. ἀντὶ τοῦ [[ἀπήνη]], «καπάνας Θετταλοῖ πάντες καλοῦσι τὰς ἀπήνας» Ξέναρχ. ἐν «Σκύθαι» 2, ἴδε Κόβητον Ν. LL. 16· - ἡ [[μέση]] [[ῥάβδος]] ἅρματος, | |lstext='''κᾰπάνη''': πα, ἡ, Θεσσαλικ. ἀντὶ τοῦ [[ἀπήνη]], «καπάνας Θετταλοῖ πάντες καλοῦσι τὰς ἀπήνας» Ξέναρχ. ἐν «Σκύθαι» 2, ἴδε Κόβητον Ν. LL. 16· - ἡ [[μέση]] [[ῥάβδος]] ἅρματος, Πολυδ. Α΄, 142. ΙΙ. = [[φάτνη]] = [[κάπη]], Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]], «τριχίνη κυνῆ» ὁ αὐτ. Ἡ παραλήγουσα μακρά· ἴδε καπᾱνικὸς. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καπάνη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[άμαξα]]<br /><b>2.</b> [[κάπη]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] περικεφαλαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θεσσαλική λ., αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για παρ. τών [[κάπη]], [[κάπτω]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ᾱνᾱ</i> ( | |mltxt=[[καπάνη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[άμαξα]]<br /><b>2.</b> [[κάπη]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] περικεφαλαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θεσσαλική λ., αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για παρ. τών [[κάπη]], [[κάπτω]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ᾱνᾱ</i> ([[πρβλ]]. [[ἀπήνη]]). Η λ. συνδέεται πιθ. με γαλατορρωμαϊκό <i>capanna</i> «[[παράπηγμα]], [[καλύβα]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:40, 10 April 2024
English (LSJ)
[πᾱ], ἡ,
A chariot, Thess. for ἀπήνη, Xenarch.11. (Prop. the cross-piece in a chariot seat, the side-pieces being καπάνᾰκες, Poll. 1.142.)
II = κάπη, Hsch.; also, a felt helmet, Id.
German (Pape)
[Seite 1322] ἡ (vgl. κάπη), eigtl. die Krippe, vgl. καπανικός; bei den Thessalern der Wagen, Xenarch. b. Ath. X, 418 e, = ἀπήνη. Nach Poll. 1, 142 ein Teil des Wagens, das hintere Ouerholz am Kutschersitz. – Nach Hesych. auch τριχίνη κυνῆ. – [Die Penultima wahrscheinlich lang.]
Russian (Dvoretsky)
κᾰπάνη: (πᾱ) ἡ фесс. = ἀπήνη.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰπάνη: πα, ἡ, Θεσσαλικ. ἀντὶ τοῦ ἀπήνη, «καπάνας Θετταλοῖ πάντες καλοῦσι τὰς ἀπήνας» Ξέναρχ. ἐν «Σκύθαι» 2, ἴδε Κόβητον Ν. LL. 16· - ἡ μέση ῥάβδος ἅρματος, Πολυδ. Α΄, 142. ΙΙ. = φάτνη = κάπη, Ἡσύχ.· ὡσαύτως, «τριχίνη κυνῆ» ὁ αὐτ. Ἡ παραλήγουσα μακρά· ἴδε καπᾱνικὸς.
Greek Monolingual
καπάνη, ἡ (Α)
1. άμαξα
2. κάπη
3. είδος περικεφαλαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θεσσαλική λ., αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για παρ. τών κάπη, κάπτω και εμφανίζει επίθημα -ᾱνᾱ (πρβλ. ἀπήνη). Η λ. συνδέεται πιθ. με γαλατορρωμαϊκό capanna «παράπηγμα, καλύβα»].