ὁλομερής: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source
(c2)
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=olomeris
|Transliteration C=olomeris
|Beta Code=o(lomerh/s
|Beta Code=o(lomerh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">in entire parts, in large</b> or <b class="b2">whole pieces</b>, κρέα <span class="bibl">D.S.5.28</span>, Dsc.5.75. Adv. -ρῶς Arist. ap. <span class="bibl">D.L.5.28</span>.</span>
|Definition=ὁλομερές, [[in entire parts]], [[in large]] or [[whole pieces]], κρέα [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.28, Dsc.5.75. Adv. [[ὁλομερῶς]] Arist. ap. D.L.5.28.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0326.png Seite 326]] ές, zu ganzen Theilen, in ganzen, großen Stücken, D. Sic. – Adv. ὁλομερῶς, Arist. bei D. L. 5, 28.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0326.png Seite 326]] ές, zu ganzen Teilen, in ganzen, großen Stücken, D. Sic. – Adv. ὁλομερῶς, Arist. bei D. L. 5, 28.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁλομερής:''' [[со всеми частями]], [[цельный]], [[целый]], [[неповрежденный]] Diod.
}}
{{ls
|lstext='''ὁλομερής''': -ές, ὁ συνιστάμενος ἐξ ἀκεραίων ἢ ἐκ μεγάλων μερῶν, Διόδ. 5. 28· ― Ἐπίρρ. -ρῶς, Ἀριστ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 28. Ἐντεῦθεν ὁλομέρεια, ἡ, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 89, 14.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ὁλομερής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει όλα τα μέρη του, [[πλήρης]], [[ακέραιος]], [[άρτιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που συνίσταται από ακέραια ή μεγάλα μέρη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ολομερώς]] (Α ὁλομερῶς)<br />καθ' ολοκληρίαν, εντελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), [[πρβλ]]. [[ομοιομερής]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:46, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλομερής Medium diacritics: ὁλομερής Low diacritics: ολομερής Capitals: ΟΛΟΜΕΡΗΣ
Transliteration A: holomerḗs Transliteration B: holomerēs Transliteration C: olomeris Beta Code: o(lomerh/s

English (LSJ)

ὁλομερές, in entire parts, in large or whole pieces, κρέα D.S.5.28, Dsc.5.75. Adv. ὁλομερῶς Arist. ap. D.L.5.28.

German (Pape)

[Seite 326] ές, zu ganzen Teilen, in ganzen, großen Stücken, D. Sic. – Adv. ὁλομερῶς, Arist. bei D. L. 5, 28.

Russian (Dvoretsky)

ὁλομερής: со всеми частями, цельный, целый, неповрежденный Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλομερής: -ές, ὁ συνιστάμενος ἐξ ἀκεραίων ἢ ἐκ μεγάλων μερῶν, Διόδ. 5. 28· ― Ἐπίρρ. -ρῶς, Ἀριστ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 28. Ἐντεῦθεν ὁλομέρεια, ἡ, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 89, 14.

Greek Monolingual

-ές (Α ὁλομερής, -ές)
νεοελλ.
αυτός που έχει όλα τα μέρη του, πλήρης, ακέραιος, άρτιος
αρχ.
αυτός που συνίσταται από ακέραια ή μεγάλα μέρη.
επίρρ...
ολομερώς (Α ὁλομερῶς)
καθ' ολοκληρίαν, εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -μερής (< μέρος), πρβλ. ομοιομερής].