προβουλή: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "athung" to "atung") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0713.png Seite 713]] ἡ, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0713.png Seite 713]] ἡ, Vorberatung, Überlegung; ἐκ προβουλῆς, Antiph. 1, 3; D. Cass. 47, 4. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 15:20, 16 April 2024
English (LSJ)
ἡ,
A forethought, ἐκ προβουλῆς of malice aforethought, Antipho 1.5, D.C.47.4, etc.
II standing committee, ἡ βουλὴ καὶ ἡ π. dub. in BCH26.168 (Syria, i/ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 713] ἡ, Vorberatung, Überlegung; ἐκ προβουλῆς, Antiph. 1, 3; D. Cass. 47, 4.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
délibération préalable.
Étymologie: προβουλεύω.
Greek (Liddell-Scott)
προβουλή: ἡ, πρόνοια, προμελέτη, ἐκ προβουλῆς, ἐκ προμελέτης τοῦ κακοῦ, Ἀντιφῶν 112. 10, Δίων Κ. 47. 4, κτλ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. σκέψη ή απόφαση που προηγείται, προμελέτη
2. μόνιμη επιτροπή («ἡ βουλὴ καὶ ἡ προβουλή», επιγρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + βουλή «σκέψη»].