κρατητικός: Difference between revisions
(21) |
m (Text replacement - "<i>defin</i>" to "<i>defin</i>") |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kratitikos | |Transliteration C=kratitikos | ||
|Beta Code=krathtiko/s | |Beta Code=krathtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=κρατητική, κρατητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[fit for winning]], νίκη κ. δύναμις Pl.''Def.''414a.<br><span class="bld">2</span> [[ruling]], [[controlling]], δύναμις κ. τῶν προνοουμένων Procl.''Inst.''121; κ. τῶν ὅλων Id.''in Ti.''1.69; <b class="b3">αἱ κ. δυνάμεις</b>, opp. <b class="b3">αἱ ὑπουργικαί</b>, Id.''in Prm.''p.736 S.<br><span class="bld">3</span> [[promoting retention]] (cf. [[κράτησις]] II.3), συλλήψεως Aët.1.142.<br><span class="bld">4</span> Astrol., [[predominant]], Vett. Val.333.5. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κρατητικός -ή -όν [κρατέω] [[geschikt om te winnen]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>zum [[Festhalten]], [[Überwältigen]] [[geschickt]]</i>; [[νίκη]] [[δύναμις]] κρατητικὴ περὶ ἀγωνίαν Plat. <i>defin</i>. 414a; Sp. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρᾰτητικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[одерживающий верх]] (περὶ ἀγωνίαν Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[овладевающий]] (τοῦ λογιζομένου Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 13:47, 24 April 2024
English (LSJ)
κρατητική, κρατητικόν,
A fit for winning, νίκη κ. δύναμις Pl.Def.414a.
2 ruling, controlling, δύναμις κ. τῶν προνοουμένων Procl.Inst.121; κ. τῶν ὅλων Id.in Ti.1.69; αἱ κ. δυνάμεις, opp. αἱ ὑπουργικαί, Id.in Prm.p.736 S.
3 promoting retention (cf. κράτησις II.3), συλλήψεως Aët.1.142.
4 Astrol., predominant, Vett. Val.333.5.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρατητικός -ή -όν [κρατέω] geschikt om te winnen.
German (Pape)
zum Festhalten, Überwältigen geschickt; νίκη δύναμις κρατητικὴ περὶ ἀγωνίαν Plat. defin. 414a; Sp.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰτητικός:
1 одерживающий верх (περὶ ἀγωνίαν Plat.);
2 овладевающий (τοῦ λογιζομένου Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰτητικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἐπικράτησιν, Πλάτ. Ὅροι 414Α.
Greek Monolingual
κρατητικός, -ή, -όν (Α) κρατώ
1. ο ικανός να εξουσιάζει, να διοικεί, να κυριαρχεί
2. ο ικανός να επικρατεί, να νικά («νίκη δύναμις κρατητικὴ περὶ ἀγωνίαν», Πλάτ.)
3. ιατρ. αυτός που συντελεί σε παρεμπόδιση, αναχαιτιστικός, συγκρατητικός («κρατητικὸς συλλήψεως», Αέτ.).