δοκιμαστός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
mNo edit summary
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dokimastos
|Transliteration C=dokimastos
|Beta Code=dokimasto/s
|Beta Code=dokimasto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[approved]], <span class="bibl">Diog.Bab.Stoic.3.219</span>, cf. <span class="bibl">49</span>, D. L.<span class="bibl">7.105</span>.</span>
|Definition=δοκιμαστή, δοκιμαστόν, [[approved]], Diog.Bab.Stoic.3.219, cf. 49, D. L.7.105.
}}
{{DGE
|dgtxt=δοκιμαστή, δοκιμαστόν<br />[[aprobado]], [[aceptado]] δοκιμαστὰ τάλαντα después de verificar su autenticidad <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1492.102 (IV a.C.), πᾶν ἀγαθὸν ... δ. ... ὑπάρχειν Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.22, ὅτι δοκιμαστόν ἐστιν ἀνυπόπτως ref. la virtud, Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.49, πράγματα Diog.Bab.<i>Stoic</i>.3.219, παραγγείλῃ τοῖς οἰκείοις ... τὴν ἀξίωσιν σοῦ δοκιμαστήν anuncia a los familiares que tu petición ha sido aceptada</i>, <i>SB</i> 7558.36 (II d.C.), αὕτη δὲ δ. καὶ θαυμαστὴ τριζῳδία Vett.Val.289.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0653.png Seite 653]] erprobt, bewährt, D. L. 7, 105 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0653.png Seite 653]] [[erprobt]], [[bewährt]], D. L. 7, 105 u. a. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''δοκῐμαστός:''' [[подвергшийся оценке]] или [[проверке]] (ἀμοιβὴ δοκιμαστοῦ Diog. L.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δοκιμαστός''': , -όν, ([[δοκιμάζω]]), δεδοκιμασμένος, Διογ. Λ. 7. 105.
|lstext='''δοκιμαστός''': δοκιμαστή, δοκιμαστόν, ([[δοκιμάζω]]), δεδοκιμασμένος, Διογ. Λ. 7. 105.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[aprobado]], [[aceptado]] δοκιμαστὰ τάλαντα después de verificar su autenticidad <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1492.102 (IV a.C.), πᾶν ἀγαθὸν ... δ. ... ὑπάρχειν Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.22, ὅτι δοκιμαστόν ἐστιν ἀνυπόπτως ref. la virtud, Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.49, πράγματα Diog.Bab.<i>Stoic</i>.3.219, παραγγείλῃ τοῖς οἰκείοις ... τὴν ἀξίωσιν σοῦ δοκιμαστήν anuncia a los familiares que tu petición ha sido aceptada</i>, <i>SB</i> 7558.36 (II d.C.), αὕτη δὲ δ. καὶ θαυμαστὴ τριζῳδία Vett.Val.289.1.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δοκιμαστός]], , -όν (AM) [[δοκιμάζω]]<br />αυτός που έχει δοκιμασμένη, αναγνωρισμένη [[ικανότητα]].
|mltxt=[[δοκιμαστός]], δοκιμαστή, δοκιμαστόν (AM) [[δοκιμάζω]]<br />αυτός που έχει δοκιμασμένη, αναγνωρισμένη [[ικανότητα]].
}}
{{elru
|elrutext='''δοκῐμαστός:''' [[подвергшийся оценке или проверке]] (ἀμοιβὴ δοκιμαστοῦ Diog. L.).
}}
}}

Latest revision as of 07:28, 11 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοκῐμαστός Medium diacritics: δοκιμαστός Low diacritics: δοκιμαστός Capitals: ΔΟΚΙΜΑΣΤΟΣ
Transliteration A: dokimastós Transliteration B: dokimastos Transliteration C: dokimastos Beta Code: dokimasto/s

English (LSJ)

δοκιμαστή, δοκιμαστόν, approved, Diog.Bab.Stoic.3.219, cf. 49, D. L.7.105.

Spanish (DGE)

δοκιμαστή, δοκιμαστόν
aprobado, aceptado δοκιμαστὰ τάλαντα después de verificar su autenticidad IG 22.1492.102 (IV a.C.), πᾶν ἀγαθὸν ... δ. ... ὑπάρχειν Chrysipp.Stoic.3.22, ὅτι δοκιμαστόν ἐστιν ἀνυπόπτως ref. la virtud, Chrysipp.Stoic.3.49, πράγματα Diog.Bab.Stoic.3.219, παραγγείλῃ τοῖς οἰκείοις ... τὴν ἀξίωσιν σοῦ δοκιμαστήν anuncia a los familiares que tu petición ha sido aceptada, SB 7558.36 (II d.C.), αὕτη δὲ δ. καὶ θαυμαστὴ τριζῳδία Vett.Val.289.1.

German (Pape)

[Seite 653] erprobt, bewährt, D. L. 7, 105 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

δοκῐμαστός: подвергшийся оценке или проверке (ἀμοιβὴ δοκιμαστοῦ Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

δοκιμαστός: δοκιμαστή, δοκιμαστόν, (δοκιμάζω), δεδοκιμασμένος, Διογ. Λ. 7. 105.

Greek Monolingual

δοκιμαστός, δοκιμαστή, δοκιμαστόν (AM) δοκιμάζω
αυτός που έχει δοκιμασμένη, αναγνωρισμένη ικανότητα.