dead: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 13: Line 13:
[[the dead]], [[killed in battle]], subs.: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[νεκροί]], οἱ.
[[the dead]], [[killed in battle]], subs.: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[νεκροί]], οἱ.


[[generally]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[οἱ τεθνηκότες]], [[οἱ ἀλαοί]], [[ἀλαοί]], [[οἱ οὐκ ὄντες]], [[οἱ κάτω]], [[οἱ ἐκεῖ]], [[verse|V.]] [[οἱ θανόντες]], [[οἱ κατθανόντες]], [[οἱ καμόντες]], [[οἱ κεκμηκότες]], [[οἱ ὀλωλότες]], [[οἱ ἐξολωλότες]], [[οἱ φθιτοί]], [[οἱ ἔνεροι]], [[ἔνεροι]] ([[Plato]] but rare [[prose|P.]]), [[οἱ ἐνέρτεροι]], [[οἱ νέρτεροι]], [[οἱ ἔνερθε]], [[οἱ κατὰ χθονός]], [[οἱ ἀπογενόμενοι]], [[οἱ ἀπογιγνόμενοι]], [[οἱ ἄψυχοι]], [[οἱ γηγενεῖς]].
[[generally]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[οἱ τεθνηκότες]], [[οἱ ἀλαοί]], [[ἀλαοί]], [[οἱ οὐκ ὄντες]], [[οἱ κάτω]], [[οἱ ἐκεῖ]], [[verse|V.]] [[οἱ θανόντες]], [[οἱ κατθανόντες]], [[οἱ καμόντες]], [[οἱ κεκμηκότες]], [[οἱ ὀλωλότες]], [[οἱ ἐξολωλότες]], [[οἱ φθιτοί]], [[οἱ ἔνεροι]], [[ἔνεροι]] ([[Plato]] but rare [[prose|P.]]), [[οἱ ἐνέρτεροι]], [[οἱ νέρτεροι]], [[οἱ ἔνερθε]], [[οἱ κατὰ χθονός]], [[οἱ ἀπογενόμενοι]], [[οἱ ἀπογιγνόμενοι]], [[οἱ ἄψυχοι]], [[οἱ γηγενεῖς]], [[οἱ φθίμενοι]], [[οἱ ἀποφθίμενοι]], [[οἱ δμαθέντες]], [[οἱ ἐκλιπόντες]].


[[he is dead and gone]]: [[verse|V.]] [[οἴχεται θανών]].
[[he is dead and gone]]: [[verse|V.]] [[οἴχεται θανών]].

Latest revision as of 06:52, 18 May 2024

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for dead - Opens in new window

adjective

P. and V. τεθνεώς (Aesch., Choephoroe 682), τεθνηκώς, V. θανών, κατθανών; see fallen.

lifeless: P. and V. ἄψυχος.

a dead body, subs.: P. and V. νεκρός, ὁ, Ar. and V. νέκυς, ὁ; see corpse.

be dead, v.: P. and V. τεθνηκέναι, τεθνάναι, Ar. and V. οἴχεσθαι (rare P.), or use P. and V. οὐκ εἶναι, οὐκέτ' εἶναι.

the dead, killed in battle, subs.: P. and V. νεκροί, οἱ.

generally: P. and V. οἱ τεθνηκότες, οἱ ἀλαοί, ἀλαοί, οἱ οὐκ ὄντες, οἱ κάτω, οἱ ἐκεῖ, V. οἱ θανόντες, οἱ κατθανόντες, οἱ καμόντες, οἱ κεκμηκότες, οἱ ὀλωλότες, οἱ ἐξολωλότες, οἱ φθιτοί, οἱ ἔνεροι, ἔνεροι (Plato but rare P.), οἱ ἐνέρτεροι, οἱ νέρτεροι, οἱ ἔνερθε, οἱ κατὰ χθονός, οἱ ἀπογενόμενοι, οἱ ἀπογιγνόμενοι, οἱ ἄψυχοι, οἱ γηγενεῖς, οἱ φθίμενοι, οἱ ἀποφθίμενοι, οἱ δμαθέντες, οἱ ἐκλιπόντες.

he is dead and gone: V. οἴχεται θανών.

dead withered (of leaves, etc.), adj.: Ar. αὖος, Ar. and P. σαπρός.

dead to pity: see pitiless.

a dead letter: see under letter.

at dead of night: P. πολλῆς νυκτός, ἀωρὶ τῆς νυκτός, V. ἄκρας νυκτός, νυκτὸς ἐν καταστάσει, Ar. ἀωρὶ νύκτωρ.