Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκιαδοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=σκιαδοφόρος
|Medium diacritics=σκιαδοφόρος
|Low diacritics=σκιαδοφόρος
|Capitals=ΣΚΙΑΔΟΦΟΡΟΣ
|Transliteration A=skiadophóros
|Transliteration B=skiadophoros
|Transliteration C=skiadoforos
|Beta Code=skiadofo/ros
|Definition=v. [[σκιαδηφόρος]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκιαδοφόρος''': ἴδε ἐν λέξ. [[σκιαδηφόρος]].
|lstext='''σκιαδοφόρος''': ἴδε ἐν λέξ. [[σκιαδηφόρος]].
Line 4: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[σκιαδοφόρος]], -ον, ΝΑ, θηλ. και [[σκιαδιοφόρος]] Ν, και [[σκιαδηφόρος]] Α<br />αυτός που κρατά [[σκιάδιο]], [[δηλαδή]] [[ομπρέλα]] για τον ήλιο<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[σκιαδοφόρα]]<br /><b>βοτ.</b> [[οικογένεια]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της τάξης [[κορνώδη]], με 275 [[περίπου]] γένη και 2.850 [[περίπου]] είδη, κύριο χαρακτηριστικό τών οποίων [[είναι]] η [[διάταξη]] τών ανθέων τους σε απλά ή [[σύνθετα]] σκιάδια, αλλ. απιίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκιερός]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>αἱ σκιαδοφόροι</i><br />[[χαρακτηρισμός]] τών θυγατέρων τών μετοίκων οι οποίες ονομάστηκαν [[έτσι]] [[επειδή]] έφεραν σκιάδια για να κάνουν [[σκιά]] στις κανηφόρους ιέρειες [[κατά]] την [[πομπή]] τών Παναθηναίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιάς]], -[[άδος]] / [[σκιάδιο]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
|mltxt=-α, -ο / [[σκιαδοφόρος]], -ον, ΝΑ, θηλ. και [[σκιαδιοφόρος]] Ν, και [[σκιαδηφόρος]] Α<br />αυτός που κρατά [[σκιάδιο]], [[δηλαδή]] [[ομπρέλα]] για τον ήλιο<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[σκιαδοφόρα]]<br /><b>βοτ.</b> [[οικογένεια]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της τάξης [[κορνώδη]], με 275 [[περίπου]] γένη και 2.850 [[περίπου]] είδη, κύριο χαρακτηριστικό τών οποίων [[είναι]] η [[διάταξη]] τών ανθέων τους σε απλά ή [[σύνθετα]] σκιάδια, αλλ. απιίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκιερός]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>αἱ σκιαδοφόροι</i><br />[[χαρακτηρισμός]] τών θυγατέρων τών μετοίκων οι οποίες ονομάστηκαν [[έτσι]] [[επειδή]] έφεραν σκιάδια για να κάνουν [[σκιά]] στις κανηφόρους ιέρειες [[κατά]] την [[πομπή]] τών Παναθηναίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιάς]], -[[άδος]] / [[σκιάδιο]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
{{trml
|trtx====[[shady]]===
Bulgarian: засенчен; Czech: stinný; English: [[shady]], [[umbrageous]]; Finnish: varjoisa, varjoinen; French: [[ombragé]]; Friulian: ombrôs; Galician: sombrizo; German: [[schattig]]; Greek: [[σκιερός]], [[σκιώδης]]; Ancient Greek: [[δάσκιος]], [[ἐπηλύγαιος]], [[ἐπίσκιος]], [[κατάσκιος]], [[σκιαδηφόρος]], [[σκιαδοφόρος]], [[σκιακός]], [[σκιερός]], [[σκιόεις]], [[σκιώδης]], [[σκοιός]], [[σύσκιος]], [[ὑπόσκιος]]; Irish: foscúil, scáthach; Italian: [[ombroso]], [[ombreggiato]]; Kurdish Central Kurdish: سێبەردار; Latin: [[opacus]]; Old English: gesceadlīc, sceadiht; Ottoman Turkish: گولگه‌لو; Portuguese: [[sombroso]], [[umbroso]]; Romanian: umbros; Serbo-Croatian: sjenovit; Spanish: [[umbroso]]; Turkish: gölgeli; Vietnamese: râm
}}
}}

Latest revision as of 09:33, 20 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκιαδοφόρος Medium diacritics: σκιαδοφόρος Low diacritics: σκιαδοφόρος Capitals: ΣΚΙΑΔΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: skiadophóros Transliteration B: skiadophoros Transliteration C: skiadoforos Beta Code: skiadofo/ros

English (LSJ)

v. σκιαδηφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

σκιαδοφόρος: ἴδε ἐν λέξ. σκιαδηφόρος.

Greek Monolingual

-α, -ο / σκιαδοφόρος, -ον, ΝΑ, θηλ. και σκιαδιοφόρος Ν, και σκιαδηφόρος Α
αυτός που κρατά σκιάδιο, δηλαδή ομπρέλα για τον ήλιο
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκιαδοφόρα
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της τάξης κορνώδη, με 275 περίπου γένη και 2.850 περίπου είδη, κύριο χαρακτηριστικό τών οποίων είναι η διάταξη τών ανθέων τους σε απλά ή σύνθετα σκιάδια, αλλ. απιίδες
αρχ.
1. σκιερός
2. (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ σκιαδοφόροι
χαρακτηρισμός τών θυγατέρων τών μετοίκων οι οποίες ονομάστηκαν έτσι επειδή έφεραν σκιάδια για να κάνουν σκιά στις κανηφόρους ιέρειες κατά την πομπή τών Παναθηναίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιάς, -άδος / σκιάδιο(ν) + -φόρος].

Translations

shady

Bulgarian: засенчен; Czech: stinný; English: shady, umbrageous; Finnish: varjoisa, varjoinen; French: ombragé; Friulian: ombrôs; Galician: sombrizo; German: schattig; Greek: σκιερός, σκιώδης; Ancient Greek: δάσκιος, ἐπηλύγαιος, ἐπίσκιος, κατάσκιος, σκιαδηφόρος, σκιαδοφόρος, σκιακός, σκιερός, σκιόεις, σκιώδης, σκοιός, σύσκιος, ὑπόσκιος; Irish: foscúil, scáthach; Italian: ombroso, ombreggiato; Kurdish Central Kurdish: سێبەردار; Latin: opacus; Old English: gesceadlīc, sceadiht; Ottoman Turkish: گولگه‌لو; Portuguese: sombroso, umbroso; Romanian: umbros; Serbo-Croatian: sjenovit; Spanish: umbroso; Turkish: gölgeli; Vietnamese: râm