σανδαρακίζω: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σᾰνδᾰρακίζω''': ἢ -χίζω, ἔχω [[χρῶμα]] λαμπρὸν ἐρυθρόν, Διοσκ. 5. 113.
|lstext='''σᾰνδᾰρακίζω''': ἢ σᾰνδᾰραχίζω, ἔχω [[χρῶμα]] λαμπρὸν ἐρυθρόν, Διοσκ. 5. 113.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ. σανδαραχίζω Α [[σανδαράκη]]<br />έχω λαμπερό ερυθρό [[χρώμα]].
|mltxt=σανδαρακίζω και δ. γρφ. σανδαραχίζω Α [[σανδαράκη]]<br />έχω λαμπερό ερυθρό [[χρώμα]].
}}
}}

Latest revision as of 06:47, 23 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σανδᾰρακίζω Medium diacritics: σανδαρακίζω Low diacritics: σανδαρακίζω Capitals: ΣΑΝΔΑΡΑΚΙΖΩ
Transliteration A: sandarakízō Transliteration B: sandarakizō Transliteration C: sandarakizo Beta Code: sandaraki/zw

English (LSJ)

v.l. σανδᾰραχίζω, to be bright red, Dsc.5.104.

German (Pape)

[Seite 861] sandarachrot sein, hellrot sein, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰνδᾰρακίζω: ἢ σᾰνδᾰραχίζω, ἔχω χρῶμα λαμπρὸν ἐρυθρόν, Διοσκ. 5. 113.

Greek Monolingual

σανδαρακίζω και δ. γρφ. σανδαραχίζω Α σανδαράκη
έχω λαμπερό ερυθρό χρώμα.