ἱδρωτήριον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱδρωτήριον''': τό, τὸ προξενοῦν ἱδρῶτα, ἢ [[μέρος]] τοῦ λουτρῶνος [[ἔνθα]] ἠδύνατό τις νὰ ἱδρώσῃ ἐκ τῆς θερμότητος τῶν θερμῶν ἀτμῶν μόνον, [[πυριατήριον]], [[ὑπόκαυστον]], Γλωσσ.
|lstext='''ἱδρωτήριον''': τό, τὸ προξενοῦν ἱδρῶτα, ἢ [[μέρος]] τοῦ λουτρῶνος [[ἔνθα]] ἠδύνατό τις νὰ ἱδρώσῃ ἐκ τῆς θερμότητος τῶν θερμῶν ἀτμῶν μόνον, [[πυριατήριον]], [[ὑπόκαυστον]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἱδρωτήριον]]) [[ιδρώω]]<br />[[θάλαμος]] εφίδρωσης με την [[επίδραση]] θερμών ατμών<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μέσο]] με το οποίο προκαλείται [[ιδρώτας]].
}}
}}

Revision as of 06:53, 25 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱδρωτήριον Medium diacritics: ἱδρωτήριον Low diacritics: ιδρωτήριον Capitals: ΙΔΡΩΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: hidrōtḗrion Transliteration B: hidrōtērion Transliteration C: idrotirion Beta Code: i(drwth/rion

English (LSJ)

τό, sudatorium, Glossaria: pl., ἱδρωτήρια = sudorifics, Paul.Aeg.3.74.

Greek (Liddell-Scott)

ἱδρωτήριον: τό, τὸ προξενοῦν ἱδρῶτα, ἢ μέρος τοῦ λουτρῶνος ἔνθα ἠδύνατό τις νὰ ἱδρώσῃ ἐκ τῆς θερμότητος τῶν θερμῶν ἀτμῶν μόνον, πυριατήριον, ὑπόκαυστον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

το (Α ἱδρωτήριον) ιδρώω
θάλαμος εφίδρωσης με την επίδραση θερμών ατμών
νεοελλ.
μέσο με το οποίο προκαλείται ιδρώτας.