Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡμικρανία: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
mNo edit summary
m (Undo revision 3237537 by Spiros (talk))
Tag: Undo
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμικρᾱνία''': ἡ, ([[κρανίον]]) [[πόνος]] κατέχων τὸ ἥμισυ τοῦ κρανίου ἢ τοῦ προσώπου, Γαλην. (Τὸ Λατ. [[hemicranium]], [[ὅθεν]] Γαλλ. [[migraine]], Ἀγγλ. [[migraine]]). ― Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 24.
|lstext='''ἡμικρᾱνία''': ἡ, ([[κρανίον]]) [[πόνος]] κατέχων τὸ ἥμισυ τοῦ κρανίου ἢ τοῦ προσώπου, Γαλην. (Τὸ Λατ. [[hemicranium]], [[ὅθεν]] Γαλλ. [[migraine]], Ἀγγλ. [[megrim]]). ― Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 24.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 17:32, 25 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμικρᾱνία Medium diacritics: ἡμικρανία Low diacritics: ημικρανία Capitals: ΗΜΙΚΡΑΝΙΑ
Transliteration A: hēmikranía Transliteration B: hēmikrania Transliteration C: imikrania Beta Code: h(mikrani/a

English (LSJ)

ἡ, (κράνιον) migraine, hemicrania, pain on one side of the head or pain on one side of the face, ib.592:—also ἡμικράνιον, τό, PMag.Lond.121.199, Arch.f. Religionswiss.24.176 (Carnuntum).

German (Pape)

[Seite 1168] ἡ, Kopfschmerz auf der einen Seite, Migräne, Medic.; auch τὸ ἡμικρανικὸν πάθος, Poll. 2, 41; ἡμικρανικοί, die daran leiden, Medic.; auch ἡμικράνιος

Greek (Liddell-Scott)

ἡμικρᾱνία: ἡ, (κρανίον) πόνος κατέχων τὸ ἥμισυ τοῦ κρανίου ἢ τοῦ προσώπου, Γαλην. (Τὸ Λατ. hemicranium, ὅθεν Γαλλ. migraine, Ἀγγλ. megrim). ― Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 24.

Greek Monolingual

η (AM ἡμικρανία)
σφοδρός πονοκέφαλος που προσβάλλει το ένα πλάγιο του κεφαλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κρανία (< κρανίον), πρβλ. ετεροκρανία, κατακρανία.

Translations

af: skeelhoofpyn; ar: صداع نصفي; ast: migraña; as: মাইগ্ৰেণ; azb: میگرن; az: miqren; bat_smg: mėgrena; bg: мигрена; bn: মাইগ্রেন; bs: migrena; ca: migranya; cs: migréna; cy: cur pen eithafol; da: migræne; de: Migräne; dv: ބޮލުގެ އެއްފަޅީގައި ރިހުން; el: ημικρανία; en: migraine; es: migraña, hemicránea, jaqueca; et: migreen; eu: migraina; fa: میگرن; fi: migreeni; fr: migraine; fy: migrêne; ga: mígréin; grc: ἡμικρανία, ἡμικράνιον; gu: આધાશીશી (રોગ); he: מיגרנה; hi: अधकपारी; hr: migrena; hu: migrén; hy: միգրեն; id: migrain; io: migreno; is: mígreni; it: emicrania; ja: 片頭痛; kk: бас сақинасы; kn: ಮೈಗ್ರೇನ್‌ (ಅರೆತಲೆ ನೋವು); ko: 편두통; ku: mîgren; ky: шакый; la: hemicrania; lg: omutwe ogulumira oludda olumu; lt: migrena; lv: migrēna; ml: ചെന്നിക്കുത്ത്; mr: अर्धशिशी; nl: migraine; nn: migrene; no: migrene; or: ଅଧକପାଳି; pa: ਮਾਈਗ੍ਰੇਨ; pl: migrena; pt: enxaqueca; ro: migrenă; ru: мигрень; sco: maigrim; sh: migrena; simple: migraine; sk: migréna; sl: migrena; sq: migrena; sr: мигрена; sv: migrän; sw: kipandauso; ta: ஒற்றைத் தலைவலி; te: పార్శ్వపు తలనొప్పి; th: โรคไมเกรน; tr: migren; uk: мігрень; ur: شقیقہ; uz: migren; vi: đau nửa đầu; xmf: შანგიტახა; zh: 偏頭痛