πλειονότης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (1 revision imported)
 
(6 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pleionotis
|Transliteration C=pleionotis
|Beta Code=pleiono/ths
|Beta Code=pleiono/ths
|Definition=ητος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[length of string]] in the monochord, <span class="bibl">Nicom. <span class="title">Harm.</span>10</span> (pl., opp. [[βραχύτητες]]).</span>
|Definition=-ητος, ἡ, [[length of string]] in the monochord, Nicom. ''Harm.''10 (pl., opp. [[βραχύτητες]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0628.png Seite 628]] ητος, ἡ, Mehrheit, größere Länge, Ggstz von [[βραχύτης]], Nicom. mus., s. [[πλεονότης]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0628.png Seite 628]] ητος, ἡ, Mehrheit, größere Länge, <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[βραχύτης]], Nicom. mus., s. [[πλεονότης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πλειονότης''': -ητος, ἡ, ἡ [[μακρότης]] συλλαβῆς, Νικομαχ. Γερασ. Ἐγχειρ. Ἁρμον. 18.
|lstext='''πλειονότης''': -ητος, ἡ, ἡ [[μακρότης]] συλλαβῆς, Νικομαχ. Γερασ. Ἐγχειρ. Ἁρμον. 18.
}}
{{grml
|mltxt=η / [[πλειονότης]], -ητος, ΝΑ, [[πλειότης]] και [[πλεονότης]] Α [[πλείον]] / [[πλέον]]<br />το μεγαλύτερο [[τμήμα]] πλήθους ανθρώπων, ζώων ή πραγμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το μεγαλύτερο [[μήκος]], η [[μακρότητα]]<br /><b>2.</b> η [[μακρότητα]] της χορδής του μονοχόρδου.
}}
}}

Latest revision as of 05:57, 4 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλειονότης Medium diacritics: πλειονότης Low diacritics: πλειονότης Capitals: ΠΛΕΙΟΝΟΤΗΣ
Transliteration A: pleionótēs Transliteration B: pleionotēs Transliteration C: pleionotis Beta Code: pleiono/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ, length of string in the monochord, Nicom. Harm.10 (pl., opp. βραχύτητες).

German (Pape)

[Seite 628] ητος, ἡ, Mehrheit, größere Länge, Gegensatz von βραχύτης, Nicom. mus., s. πλεονότης.

Greek (Liddell-Scott)

πλειονότης: -ητος, ἡ, ἡ μακρότης συλλαβῆς, Νικομαχ. Γερασ. Ἐγχειρ. Ἁρμον. 18.

Greek Monolingual

η / πλειονότης, -ητος, ΝΑ, πλειότης και πλεονότης Α πλείον / πλέον
το μεγαλύτερο τμήμα πλήθους ανθρώπων, ζώων ή πραγμάτων
αρχ.
1. το μεγαλύτερο μήκος, η μακρότητα
2. η μακρότητα της χορδής του μονοχόρδου.