φροῦνος: Difference between revisions
From LSJ
(c1) |
m (1 revision imported) |
||
(7 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=froynos | |Transliteration C=froynos | ||
|Beta Code=frou=nos | |Beta Code=frou=nos | ||
|Definition=ὁ, late form for | |Definition=ὁ, late form for [[φρῦνος]], ''PMag.Osl.''1.235. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1309.png Seite 1309]] ὁ, spätere Form statt [[φρῦνος]], Ep. ad. 394 b (App. 132). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1309.png Seite 1309]] ὁ, spätere Form statt [[φρῦνος]], Ep. ad. 394 b (App. 132). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φροῦνος''': ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ [[φρῦνος]], Εὐστ. εἰς Διονύσ. Περιηγ. 752, ἀμφ. | |||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[sapo]] | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ὁ [[sapo]] ἀναπτύξας βάθρακον φροῦνον βάλε (τὴν λάμναν) εἰς τὴν γαστέραν αὐτοῦ <b class="b3">abre en canal un sapo y mete la lámina en su vientre</b> P XXXVI 235 | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[φρῦνος]], ΝΜΑ, και [[φροῦνος]] Μ, και [[φρῦνος]], ἡ, Α<br />[[βάτραχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> γενική [[κοινή]] [[ονομασία]] [[συνήθως]] μεγαλόσωμων άνουρων αμφιβίων, πολύ συγγενικών με τους βατράχους, τα οποία όμως, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] αυτούς, έχουν τραχύ και ξηρό [[δέρμα]], καλυμμένο [[συχνά]] από φύματα με δηλητηριώδεις αδένες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[φρύνη]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:29, 6 October 2024
English (LSJ)
ὁ, late form for φρῦνος, PMag.Osl.1.235.
German (Pape)
[Seite 1309] ὁ, spätere Form statt φρῦνος, Ep. ad. 394 b (App. 132).
Greek (Liddell-Scott)
φροῦνος: ὁ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ φρῦνος, Εὐστ. εἰς Διονύσ. Περιηγ. 752, ἀμφ.
Spanish
Léxico de magia
ὁ sapo ἀναπτύξας βάθρακον φροῦνον βάλε (τὴν λάμναν) εἰς τὴν γαστέραν αὐτοῦ abre en canal un sapo y mete la lámina en su vientre P XXXVI 235
Greek Monolingual
ο / φρῦνος, ΝΜΑ, και φροῦνος Μ, και φρῦνος, ἡ, Α
βάτραχος
νεοελλ.
ζωολ. γενική κοινή ονομασία συνήθως μεγαλόσωμων άνουρων αμφιβίων, πολύ συγγενικών με τους βατράχους, τα οποία όμως, σε αντιδιαστολή προς αυτούς, έχουν τραχύ και ξηρό δέρμα, καλυμμένο συχνά από φύματα με δηλητηριώδεις αδένες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φρύνη.