ἀποσποδέω: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
lsj>Spiros mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apospodeo | |Transliteration C=apospodeo | ||
|Beta Code=a)pospode/w | |Beta Code=a)pospode/w | ||
|Definition=<span class="bld">A</span> [[wear quite off]], | |Definition=<span class="bld">A</span> [[wear quite off]], τοὺς ὄνυχας [[walk]] one's toes [[off]], Ar. ''Av.''8:—Pass., = [[ἀπορρίπτω|ἀπερρίφθαι]], [[ἀποθανεῖν]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> ἀπεσποδηκότων· φλεγομένων ἐν τῇ τέφρᾳ, Id. (-ικώτων cod.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποσποδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φθείρω]] [[κάτι]] εντελώς, το [[καταστρέφω]] μέσω της χρήσης· <i>ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας</i>, [[καταστρέφω]] φθείροντας τα δάχτυλα των ποδιών μου, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἀποσποδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φθείρω]] [[κάτι]] εντελώς, το [[καταστρέφω]] μέσω της χρήσης· <i>ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας</i>, [[καταστρέφω]] φθείροντας τα δάχτυλα των ποδιών μου, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἀποσποδῶ ([[ἀποσποδέω]]) (Α) [[κάνω]] [[στάχτη]], [[καταστρέφω]] [[τελείως]]. | |||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=to [[wear]] [[quite]] off, ἀπ. τοὺς ὄνυχας to [[walk]] one's toes off, Ar. | |mdlsjtxt=to [[wear]] [[quite]] off, ἀπ. τοὺς ὄνυχας to [[walk]] one's toes off, Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:21, 6 October 2024
English (LSJ)
A wear quite off, τοὺς ὄνυχας walk one's toes off, Ar. Av.8:—Pass., = ἀπερρίφθαι, ἀποθανεῖν, Hsch.
II ἀπεσποδηκότων· φλεγομένων ἐν τῇ τέφρᾳ, Id. (-ικώτων cod.).
French (Bailly abrégé)
ἀποσποδῶ :
user, épuiser.
Étymologie: ἀπό, σποδέω.
German (Pape)
abreiben, ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας, sich die Nägel ablaufen, Ar. Av. 8, Schol. ἀφανίσαι. – Bei Hesych. wird ἀπεσποδῆσθαι durch ἁπερρῖφθαι, ἀποθανεῖν erklärt.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσποδέω: стирать до основания (τοὺς ὄνυχας Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσποδέω: ἀφανίζω, καταστρέφω τι ἐκ τῆς πολλῆς χρήσεως, ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας τῶν δακτύλων, ν᾿ ἀφανίσω τοὺς ὄνυχας τῶν δακτύλων μου, Ἀριστοφ. Ὄρν. 8.
Greek Monotonic
ἀποσποδέω: μέλ. -ήσω, φθείρω κάτι εντελώς, το καταστρέφω μέσω της χρήσης· ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας, καταστρέφω φθείροντας τα δάχτυλα των ποδιών μου, σε Αριστοφ.
Greek Monolingual
ἀποσποδῶ (ἀποσποδέω) (Α) κάνω στάχτη, καταστρέφω τελείως.
Middle Liddell
to wear quite off, ἀπ. τοὺς ὄνυχας to walk one's toes off, Ar.