τριταγωνιστέω: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(4b)
m (1 revision imported)
 
(20 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tritagonisteo
|Transliteration C=tritagonisteo
|Beta Code=tritagwniste/w
|Beta Code=tritagwniste/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be a</b> <b class="b3">τριταγωνιστής</b>, <span class="bibl">D.18.262</span>, 265, etc.; <b class="b3">τ. τινί</b> <b class="b2">play the third part</b> to another, Plu.2.840a.</span>
|Definition=to [[be a player who took the third part]] ([[τριταγωνιστής]]), D.18.262, 265, etc.; <b class="b3">τ. τινί</b> [[play the third part]] to another, Plu.2.840a.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''τρῐτᾰγωνιστέω''': εἶμαι [[τριταγωνιστής]], Δημ. 314. 12· ἐτριταγωνίστεις, ἐγὼ δὲ ἐθεώρουν 315. 18, κλπ.· τριταγωνιστῶν Ἀριστοδήμῳ ἐν τοῖς Διονυσίοις διετέλει Πλούτ. 2. 840Α.
|btext=[[τριταγωνιστῶ]] :<br />[[jouer les rôles de troisième ordre]].<br />'''Étymologie:''' [[τριταγωνιστής]].
}}
{{elnl
|elnltext=τριταγωνιστέω [τριταγωνιστής] [[tritagonist spelen]].
}}
{{pape
|ptext=<i>ein [[τριταγωνιστής]] sein</i>; Dem. 18.265 und [[öfter]]; Plut.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=-ῶ :<br />jouer les rôles de troisième ordre.<br />'''Étymologie:''' [[τριταγωνιστής]].
|elrutext='''τρῐτᾰγωνιστέω:''' [[играть третьестепенную роль]] Dem.: τ. τινι Plut. играть третью роль в чем-л.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῐτᾰγωνιστέω:''' μέλ. <i>τριταγωνιστήσω</i>, είμαι [[τριταγωνιστής]], σε Δημ.
|lsmtext='''τρῐτᾰγωνιστέω:''' μέλ. <i>τριταγωνιστήσω</i>, είμαι [[τριταγωνιστής]], σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρῐτᾰγωνιστέω:''' играть третьестепенную роль Dem.: τ. τινι Plut. играть третью роль в чем-л.
|lstext='''τρῐτᾰγωνιστέω''': εἶμαι [[τριταγωνιστής]], Δημ. 314. 12· ἐτριταγωνίστεις, ἐγὼ δὲ ἐθεώρουν 315. 18, κλπ.· τριταγωνιστῶν Ἀριστοδήμῳ ἐν τοῖς Διονυσίοις διετέλει Πλούτ. 2. 840Α.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῐτᾰγωνιστέω, fut. -ήσω<br />to be a [[τριταγωνιστής]], Dem. [from τρῐτᾰγωνιστής]
}}
}}

Latest revision as of 09:48, 7 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐτᾰγωνιστέω Medium diacritics: τριταγωνιστέω Low diacritics: τριταγωνιστέω Capitals: ΤΡΙΤΑΓΩΝΙΣΤΕΩ
Transliteration A: tritagōnistéō Transliteration B: tritagōnisteō Transliteration C: tritagonisteo Beta Code: tritagwniste/w

English (LSJ)

to be a player who took the third part (τριταγωνιστής), D.18.262, 265, etc.; τ. τινί play the third part to another, Plu.2.840a.

French (Bailly abrégé)

τριταγωνιστῶ :
jouer les rôles de troisième ordre.
Étymologie: τριταγωνιστής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριταγωνιστέω [τριταγωνιστής] tritagonist spelen.

German (Pape)

ein τριταγωνιστής sein; Dem. 18.265 und öfter; Plut.

Russian (Dvoretsky)

τρῐτᾰγωνιστέω: играть третьестепенную роль Dem.: τ. τινι Plut. играть третью роль в чем-л.

Greek Monotonic

τρῐτᾰγωνιστέω: μέλ. τριταγωνιστήσω, είμαι τριταγωνιστής, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐτᾰγωνιστέω: εἶμαι τριταγωνιστής, Δημ. 314. 12· ἐτριταγωνίστεις, ἐγὼ δὲ ἐθεώρουν 315. 18, κλπ.· τριταγωνιστῶν Ἀριστοδήμῳ ἐν τοῖς Διονυσίοις διετέλει Πλούτ. 2. 840Α.

Middle Liddell

τρῐτᾰγωνιστέω, fut. -ήσω
to be a τριταγωνιστής, Dem. [from τρῐτᾰγωνιστής]