Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δικάρδιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (1 revision imported)
 
(5 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dikardios
|Transliteration C=dikardios
|Beta Code=dika/rdios
|Beta Code=dika/rdios
|Definition=ον, [[with two hearts]], <span class="bibl">Ar.Byz.<span class="title">Epit.</span>28.16</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>11.40</span>; <b class="b3">τὸ δ</b>. a kind of [[lettuce]], <span class="bibl">Gp.12.1.2</span>.
|Definition=δικάρδιον, [[with two hearts]], Ar.Byz.''Epit.''28.16, Ael.''NA''11.40; τὸ [[δικάρδιον]] a kind of [[lettuce]], Gp.12.1.2.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tard. δικάρδις <i>Gp</i>.12.1.2<br /><b class="num">1</b>[[de dos corazones]] πέρδικες Thphr. en Ael.<i>NA</i> 11.40, cf. Ar.Byz.<i>Epit</i>.28.16.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ δ. bot., una variedad de [[lechuga]], <i>Gp</i>.l.c.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tard. δικάρδις <i>Gp</i>.12.1.2<br /><b class="num">1</b>[[de dos corazones]] πέρδικες Thphr. en Ael.<i>NA</i> 11.40, cf. Ar.Byz.<i>Epit</i>.28.16.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ [[δικάρδιον]] bot., una variedad de [[lechuga]], <i>Gp</i>.l.c.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui a deux cœurs]].<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[καρδία]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[mit zwei Herzen]]</i>, Arist. <i>H.A</i>. 11.40.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐκάρδιος''': -ον, ὁ δύο ἔχων καρδίας, πέρδικες οἱ Παφλαγόνες δικάρδιοί εἰσι Αἰλ. π.Ζ. 11.40· -τὸ δ., [[εἶδος]] θρίδακος (μαρουλίου), Γεωπ. 12.1,3.
|lstext='''δῐκάρδιος''': -ον, ὁ δύο ἔχων καρδίας, πέρδικες οἱ Παφλαγόνες δικάρδιοί εἰσι Αἰλ. π.Ζ. 11.40· -τὸ δ., [[εἶδος]] θρίδακος (μαρουλίου), Γεωπ. 12.1,3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a deux cœurs.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[καρδία]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δικάρδιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο καρδιές («πέρδικες δικάρδιοι»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δικάρδιον</i><br />[[είδος]] μαρουλιού.
|mltxt=[[δικάρδιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο καρδιές («πέρδικες δικάρδιοι»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δικάρδιον</i><br />[[είδος]] μαρουλιού.
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 9 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκάρδιος Medium diacritics: δικάρδιος Low diacritics: δικάρδιος Capitals: ΔΙΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: dikárdios Transliteration B: dikardios Transliteration C: dikardios Beta Code: dika/rdios

English (LSJ)

δικάρδιον, with two hearts, Ar.Byz.Epit.28.16, Ael.NA11.40; τὸ δικάρδιον a kind of lettuce, Gp.12.1.2.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): tard. δικάρδις Gp.12.1.2
1de dos corazones πέρδικες Thphr. en Ael.NA 11.40, cf. Ar.Byz.Epit.28.16.
2 subst. τὸ δικάρδιον bot., una variedad de lechuga, Gp.l.c.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a deux cœurs.
Étymologie: δίς, καρδία.

German (Pape)

mit zwei Herzen, Arist. H.A. 11.40.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκάρδιος: -ον, ὁ δύο ἔχων καρδίας, πέρδικες οἱ Παφλαγόνες δικάρδιοί εἰσι Αἰλ. π.Ζ. 11.40· -τὸ δ., εἶδος θρίδακος (μαρουλίου), Γεωπ. 12.1,3.

Greek Monolingual

δικάρδιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει δύο καρδιές («πέρδικες δικάρδιοι»)
2. το ουδ. ως ουσ. το δικάρδιον
είδος μαρουλιού.