предписание: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
lsj>Spiros mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[πρόσταγμα]], [[σύγγραμμα]], [[δικαίωσις]], [[ἐπιστολή]], [[ἐφετμή]], [[ἐπίσκηψις]], [[ἐπικέλευσις]], [[πρόσταξις]], [[ἐπίταγμα]], [[ἐπιταγή]], [[ῥήτρα]], [[ῥήτρη]], [[τάγμα]], [[δικαίωμα]], [[ἀξίωμα]] | |rueltext=[[πρόσταγμα]], [[σύγγραμμα]], [[δικαίωσις]], [[ἐπιστολή]], [[ἐφετμή]], [[ἐπίσκηψις]], [[ἐπικέλευσις]], [[πρόσταξις]], [[ἐπίταγμα]], [[ἐπιταγή]], [[ῥήτρα]], [[ῥήτρη]], [[τάγμα]], [[δικαίωμα]], [[ἀξίωμα]], [[τὸ προσταχθέν]], [[τὸ προστεταγμένον]], [[τὸ προσταχθησόμενον]], [[προσταχθέν]], [[προστεταγμένον]], [[προσταχθησόμενον]] | ||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 11 October 2024
Russian > Greek
πρόσταγμα, σύγγραμμα, δικαίωσις, ἐπιστολή, ἐφετμή, ἐπίσκηψις, ἐπικέλευσις, πρόσταξις, ἐπίταγμα, ἐπιταγή, ῥήτρα, ῥήτρη, τάγμα, δικαίωμα, ἀξίωμα, τὸ προσταχθέν, τὸ προστεταγμένον, τὸ προσταχθησόμενον, προσταχθέν, προστεταγμένον, προσταχθησόμενον