κισηροειδής: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
(7)
 
mNo edit summary
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kisiroeidis
|Transliteration C=kisiroeidis
|Beta Code=kishroeidh/s
|Beta Code=kishroeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like pumice-stone</b>, Diog.Apoll.in <span class="title">Placit.</span>2.13.5, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.7.5</span>.</span>
|Definition=κισηροειδές, [[like pumice stone]], Diog.Apoll.in ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''2.13.5, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.7.5.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>mieux que</i> [[κισσηροειδής]];<br />[[qui ressemble à la pierre ponce]].<br />'''Étymologie:''' [[κίσηρις]], [[εἶδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κῐσηροειδής:''' и [[κισσηροειδής]], Diod., Plut. κῐσηρώδης 2 похожий на пемзу Plut.
}}
{{ls
|lstext='''κισηροειδής''': -ές, ἢ -ώδης, ες, [[ὅμοιος]] πρὸς κίσηριν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστορ. 3. 7, 5. Ἐπίρρ. -δῶς, Διογ. Ἀπολλ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 508.
}}
{{grml
|mltxt=[[κισηροειδής]], -ές (AM)<br />αυτός που μοιάζει με [[κίσηρη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κισηροειδῶς</i> (Α)<br />όπως η [[κίσηρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίσηρις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])].
}}
}}

Latest revision as of 22:07, 12 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐσηροειδής Medium diacritics: κισηροειδής Low diacritics: κισηροειδής Capitals: ΚΙΣΗΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kisēroeidḗs Transliteration B: kisēroeidēs Transliteration C: kisiroeidis Beta Code: kishroeidh/s

English (LSJ)

κισηροειδές, like pumice stone, Diog.Apoll.in Placit.2.13.5, Thphr. HP 3.7.5.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
mieux que κισσηροειδής;
qui ressemble à la pierre ponce.
Étymologie: κίσηρις, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

κῐσηροειδής: и κισσηροειδής, Diod., Plut. κῐσηρώδης 2 похожий на пемзу Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κισηροειδής: -ές, ἢ -ώδης, ες, ὅμοιος πρὸς κίσηριν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστορ. 3. 7, 5. Ἐπίρρ. -δῶς, Διογ. Ἀπολλ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 508.

Greek Monolingual

κισηροειδής, -ές (AM)
αυτός που μοιάζει με κίσηρη.
επίρρ...
κισηροειδῶς (Α)
όπως η κίσηρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίσηρις + -ειδής (< εἶδος)].