высокомерный: Difference between revisions
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
(2) |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ | |rueltext=[[αἰπεινός]], [[ἀκοινώνατος]], [[ἀκοινώνητος]], [[θρασύς]], [[καρτερός]], [[μεγαλάνωρ]], [[μεγαλεῖος]], [[μεγαλήνωρ]], [[μεγαλόμητις]], [[μέγας]], [[νεόπλουτος]], [[περίφρων]], [[πλεονέκτης]], [[σεμνόστομος]], [[σοβαροβλέφαρος]], [[ὑβριστικός]], [[ὑπέραυχος]], [[ὑπερήφανος]], [[ὑπέρκοπος]], [[ὑπέροπλος]], [[ὑπέροφρυς]], [[ὑπερπετής]], [[ὑπέρφρων]], [[ὑψήγορος]], [[φρονηματίας]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:32, 13 October 2024
Russian > Greek
αἰπεινός, ἀκοινώνατος, ἀκοινώνητος, θρασύς, καρτερός, μεγαλάνωρ, μεγαλεῖος, μεγαλήνωρ, μεγαλόμητις, μέγας, νεόπλουτος, περίφρων, πλεονέκτης, σεμνόστομος, σοβαροβλέφαρος, ὑβριστικός, ὑπέραυχος, ὑπερήφανος, ὑπέρκοπος, ὑπέροπλος, ὑπέροφρυς, ὑπερπετής, ὑπέρφρων, ὑψήγορος, φρονηματίας