συνδρομάς: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
(39)
m (Text replacement - "( " to "(")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syndromas
|Transliteration C=syndromas
|Beta Code=sundroma/s
|Beta Code=sundroma/s
|Definition=άδος, pecul. fem. of <b class="b3">σύνδρομος, πέτραι αἱ σ</b>., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[συμπληγάδες]], <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>421</span> (lyr.); <b class="b3">Κυάνεαι σ</b>. <span class="bibl">Theoc.13.22</span>; <b class="b3">μέσας τέρμασιν ἄκροις συνδρομάδας</b> (two) mean <b class="b2">proportionals</b> to extremes, <span class="bibl">Eratosth. 35.6</span>.</span>
|Definition=συνδρομάδος, pecul. fem. of <b class="b3">σύνδρομος, πέτραι αἱ σ.</b>, = [[συμπληγάδες]], E.''IT''421 (lyr.); <b class="b3">Κυάνεαι σ.</b> Theoc.13.22; <b class="b3">μέσας τέρμασιν ἄκροις συνδρομάδας</b> (two) mean [[proportionals]] to extremes, Eratosth. 35.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1009.png Seite 1009]] άδος, ἡ, bes. fem. zu [[σύνδρομος]]; πέτραι, = συμπληγάδες, Eur. I. T 422; γραμμαί, Eratosth.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1009.png Seite 1009]] άδος, ἡ, bes. fem. zu [[σύνδρομος]]; πέτραι, = συμπληγάδες, Eur. I. T 422; γραμμαί, Eratosth.
}}
{{ls
|lstext='''συνδρομάς''': -άδος, ἰδιότυπον θηλυκ. τοῦ [[σύνδρομος]], αἱ σ. πέτραι, = συμπληγάδες, Εὐρ. Ι. Τ. 422· σ. [[Κυάνεαι]] Θεόκρ. 13. 22.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f. c.</i> [[σύνδρομος]].
|btext=άδος<br /><i>adj. f. c.</i> [[σύνδρομος]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνδρομάς -άδος [σύνδρομος] tegen elkaar botsend:. αἱ συνδρομάδαι (πέτραι) de rotsen die tegen elkaar botsen (de Symplegaden).
}}
{{elru
|elrutext='''συνδρομάς:''' άδος adj. f сбегающаяся, сталкивающаяся: αἱ συνδρομάδες πέτραι Eur. = αἱ Συμπληγάδες.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br />[[ιδιότυπος]] τ. θηλ. του επιθ. [[σύνδρομος]] («πέτρας τὰς συνδρομάδας» — [[δηλαδή]] τις συμπληγάδες, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνδρομος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>λεπρ</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br />[[ιδιότυπος]] τ. θηλ. του επιθ. [[σύνδρομος]] («πέτρας τὰς συνδρομάδας» — [[δηλαδή]] τις συμπληγάδες, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνδρομος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] ([[πρβλ]]. [[λεπράς]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνδρομάς:''' -[[άδος]], θηλ. του [[σύνδρομος]]·, <i>αἱ συνδρομάδες πέτραι = συμπληγάδες</i>, σε Ευρ.· συνδρομάδες [[Κυάνεαι]], σε Θεόκρ.
}}
{{ls
|lstext='''συνδρομάς''': -άδος, ἰδιότυπον θηλυκ. τοῦ [[σύνδρομος]], αἱ σ. πέτραι, = συμπληγάδες, Εὐρ. Ι. Τ. 422· σ. [[Κυάνεαι]] Θεόκρ. 13. 22.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συνδρομάς]], άδος, [fem. of [[σύνδρομος]]<br />αἱ ς. πέτραι, = συμπληγάδες, Eur.; ς. [[Κυάνεαι]] Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 13 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδρομάς Medium diacritics: συνδρομάς Low diacritics: συνδρομάς Capitals: ΣΥΝΔΡΟΜΑΣ
Transliteration A: syndromás Transliteration B: syndromas Transliteration C: syndromas Beta Code: sundroma/s

English (LSJ)

συνδρομάδος, pecul. fem. of σύνδρομος, πέτραι αἱ σ., = συμπληγάδες, E.IT421 (lyr.); Κυάνεαι σ. Theoc.13.22; μέσας τέρμασιν ἄκροις συνδρομάδας (two) mean proportionals to extremes, Eratosth. 35.6.

German (Pape)

[Seite 1009] άδος, ἡ, bes. fem. zu σύνδρομος; πέτραι, = συμπληγάδες, Eur. I. T 422; γραμμαί, Eratosth.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f. c. σύνδρομος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδρομάς -άδος [σύνδρομος] tegen elkaar botsend:. αἱ συνδρομάδαι (πέτραι) de rotsen die tegen elkaar botsen (de Symplegaden).

Russian (Dvoretsky)

συνδρομάς: άδος adj. f сбегающаяся, сталкивающаяся: αἱ συνδρομάδες πέτραι Eur. = αἱ Συμπληγάδες.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
ιδιότυπος τ. θηλ. του επιθ. σύνδρομος («πέτρας τὰς συνδρομάδας» — δηλαδή τις συμπληγάδες, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδρομος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. λεπράς)].

Greek Monotonic

συνδρομάς: -άδος, θηλ. του σύνδρομος·, αἱ συνδρομάδες πέτραι = συμπληγάδες, σε Ευρ.· συνδρομάδες Κυάνεαι, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

συνδρομάς: -άδος, ἰδιότυπον θηλυκ. τοῦ σύνδρομος, αἱ σ. πέτραι, = συμπληγάδες, Εὐρ. Ι. Τ. 422· σ. Κυάνεαι Θεόκρ. 13. 22.

Middle Liddell

συνδρομάς, άδος, [fem. of σύνδρομος
αἱ ς. πέτραι, = συμπληγάδες, Eur.; ς. Κυάνεαι Theocr.