κολυμβητικός: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "( " to "(")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κολυμβητικός -ή -όν [κολυμβάω] duik-:. ἡ κολυμβητική ( ''[[sc.]]'' τέχνη ) duikkunst Plat. Sph. 220a.
|elnltext=κολυμβητικός -ή -όν [κολυμβάω] duik-:. ἡ κολυμβητική (''[[sc.]]'' τέχνη ) duikkunst Plat. Sph. 220a.
}}
}}

Revision as of 12:17, 13 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολυμβητικός Medium diacritics: κολυμβητικός Low diacritics: κολυμβητικός Capitals: ΚΟΛΥΜΒΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kolymbētikós Transliteration B: kolymbētikos Transliteration C: kolymvitikos Beta Code: kolumbhtiko/s

English (LSJ)

κολυμβητική, κολυμβητικόν, of or for diving: ἡ κολυμβητική (sc. τέχνη) the art of diving, Pl.Sph.220a.

German (Pape)

[Seite 1476] zum Tauchen od. Schwimmen gehörig; ἡ κολυμβητική, sc. τέχνη, die Taucherkunst, Plat. Soph. 220 a.

Greek (Liddell-Scott)

κολυμβητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κολύμβημα· ἡ -κή (δηλ. τέχνη) ἡ τέχνη τοῦ κολυμβᾶν, Πλάτ. Σοφ. 220Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κολυμβητικός, -ή, -όν) κολυμβητής
1. αυτός που αναφέρεται στον κολυμβητή ή στην κολύμβηση («κολυμβητικοί αγώνες»)
2. το θηλ. ως ουσ. η κολυμβητική
η τέχνη της κολύμβησης
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κολυμβητικά
ζωολ. υπόταξη δεκάποδων καρκινοειδών που περιλαμβάνει τις γαρίδες.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολυμβητικός -ή -όν [κολυμβάω] duik-:. ἡ κολυμβητική (sc. τέχνη ) duikkunst Plat. Sph. 220a.