ζῳοτροφικός: Difference between revisions

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
(CSV import)
 
m (Text replacement - "( " to "(")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=zōotrophikos
|Transliteration B=zōotrophikos
|Transliteration C=zootrofikos
|Transliteration C=zootrofikos
|Beta Code=zw|otrofiko/s
|Beta Code=zw|otrofiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">connected with the feeding of animals</b>, ib.<span class="bibl">263e</span>: <b class="b3">-κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>),= <b class="b3">ζῳοτροφία</b>, ib.<span class="bibl">267b</span>.</span>
|Definition=ζῳοτροφική, ζῳοτροφικόν, [[connected with the feeding of animals]], ib.263e: ἡ [[ζῳοτροφική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), = [[ζῳοτροφία]], ib.267b.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1144.png Seite 1144]] ή, όν, das Füttern, Halten von Tieren betreffend, Plat. Polit. 263 e; ἡ -κή 267 a.
}}
{{elru
|elrutext='''ζῳοτροφικός:''' [[касающийся кормления животных]] Plat.
}}
{{ls
|lstext='''ζῳοτροφικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς τροφὴν ζῴων, Πλάτ. Πολιτ. 263Ε· ἡ ζῳοτροφικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) = ζωοτροφία, [[αὐτόθι]] 267Α.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό [[[ζωοτροφία]] (Ι)]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ζωοτροφία]] (Ι)<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει θρεπτικές ουσίες.<br /><b>(II)</b><br />-ή, -ό (AM [[ζῳοτροφικός]], -ή, -όν) [[[ζωοτροφία]] (ΙΙ)]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ζωοτροφία]] (ΙΙ), [[κατάλληλος]] για τη [[ζωοτροφία]] (ΙΙ). ζωοκομικός, [[ζωοτεχνικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ζῳοτροφική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[ζωοτροφία]].
}}
{{elnl
|elnltext=ζῳοτροφικός -ή -όν [ζῳοτροφία] van de dierenhouderij; subst. ἡ ζ. (''[[sc.]]'' τέχνη) dierenhouderij.
}}
}}

Latest revision as of 12:27, 13 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῳοτροφικός Medium diacritics: ζῳοτροφικός Low diacritics: ζωοτροφικός Capitals: ΖΩΟΤΡΟΦΙΚΟΣ
Transliteration A: zōiotrophikós Transliteration B: zōotrophikos Transliteration C: zootrofikos Beta Code: zw|otrofiko/s

English (LSJ)

ζῳοτροφική, ζῳοτροφικόν, connected with the feeding of animals, ib.263e: ἡ ζῳοτροφική (sc. τέχνη), = ζῳοτροφία, ib.267b.

German (Pape)

[Seite 1144] ή, όν, das Füttern, Halten von Tieren betreffend, Plat. Polit. 263 e; ἡ -κή 267 a.

Russian (Dvoretsky)

ζῳοτροφικός: касающийся кормления животных Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ζῳοτροφικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς τροφὴν ζῴων, Πλάτ. Πολιτ. 263Ε· ἡ ζῳοτροφικὴ (ἐνν. τέχνη) = ζωοτροφία, αὐτόθι 267Α.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό [[[ζωοτροφία]] (Ι)]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοτροφία (Ι)
2. αυτός που περιέχει θρεπτικές ουσίες.
(II)
-ή, -ό (AM ζῳοτροφικός, -ή, -όν) [[[ζωοτροφία]] (ΙΙ)]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοτροφία (ΙΙ), κατάλληλος για τη ζωοτροφία (ΙΙ). ζωοκομικός, ζωοτεχνικός
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ζῳοτροφική (ενν. τέχνη)
η ζωοτροφία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζῳοτροφικός -ή -όν [ζῳοτροφία] van de dierenhouderij; subst. ἡ ζ. (sc. τέχνη) dierenhouderij.