κάγ: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "( " to "(")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κάγ ep. en Aeol. apoc. van κατά ( voor κ, γ, χ).
|elnltext=κάγ ep. en Aeol. apoc. van κατά (voor κ, γ, χ).
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 12:28, 13 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάγ Medium diacritics: κάγ Low diacritics: καγ Capitals: ΚΑΓ
Transliteration A: kág Transliteration B: kag Transliteration C: kag Beta Code: ka/g

English (LSJ)

poet. form for κατά before γ, κὰγ γόνυ for κατὰ γόνυ, Il.20.458; κὰγ γόνων Sapph.44; κὰγ γᾶν dub. in SIG179.9 (Boeot., iv B.C.).

French (Bailly abrégé)

p. apocope et assimilation poét. pour κατά devant un γ : κὰγ γόνυ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάγ ep. en Aeol. apoc. van κατά (voor κ, γ, χ).

Russian (Dvoretsky)

κάγ: эп. = κατά перед начальной γ следующего слова; только в выраж.: κὰγ γόνυ Hom. (= κατὰ γόνυ) в колено.

Greek (Liddell-Scott)

κάγ: σπάνιον ποιητ. τύπος ἀντὶ τοῦ κατὰ πρὸ τοῦ γ, κὰγ γόνυ ἀντὶ κατὰ γόνυ· κὰγ γόνυ δουρὶ βαλὼν Ἰλ. Υ. 458· κὰγ γόνων Σαπφὼ 25 (50).

English (Autenrieth)

see κατά.

Greek Monotonic

κάγ: Επικ. αντί κατά πριν από το γ, κὰγ γόνυ αντί κατὰ γόνυ, σε Ομήρ. Ιλ.