κεν: Difference between revisions
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "( " to "(") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κεν και κε (Α)<br />(δυνητ. [[μόριο]]) αν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δυνητικό [[μόριο]] που χρησιμοποιούνταν όπως το ἄν και απαντά με ποικίλες μορφές: στην επικ. [[ποίηση]] ως <i>κεν</i>, στην αιολ. και κυπριακή διάλεκτο ως <i>κε</i> και στη δωρ. ως <i>κα</i>. Ο τ. <i>κεν</i> ([[κυρίως]] προ φωνήεντος) συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>kam</i>, χεττιτ. <i>kan</i> και εμφανίζει πιθ. το δεικτικό [[στοιχείο]] <i>κε</i> (<b>βλ.</b> [[εκεί]], [[εκείνος]]) και το επιρρμ. (τοπικό) [[στοιχείο]] -<i>ν</i>. Κατ' άλλους, το ληκτικό αυτό -<i>ν</i> ερμηνεύεται ως ιων. εφελκυστικό που τίθεται στον αιολ. τ. <i>κε</i> προ φωνήεντος<br />ο τ. αυτός (<i>κε</i>) αποτελεί πιθ. [[προϊόν]] συμφυρμού τών <i>κεν</i> και <i>κα</i>. Ο δωρ. τ. <i>κᾱ</i>, [[τέλος]], απαντά αρχικά με <i>ᾱ</i> (η [[μαρτυρία]] του με <i>ᾰ</i> [[είναι]] αβέβαιη) και συνδέεται με ρωσ. -<i>ko</i>, -<i>ka</i>. Ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] ( <i>kņ</i>) του τ. <i>κεν</i> ( <i>ken</i>), αν το -<i>ν</i> θεωρηθεί επιρρμ. [[στοιχείο]] και όχι εφελκυστικό]. | |mltxt=κεν και κε (Α)<br />(δυνητ. [[μόριο]]) αν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δυνητικό [[μόριο]] που χρησιμοποιούνταν όπως το ἄν και απαντά με ποικίλες μορφές: στην επικ. [[ποίηση]] ως <i>κεν</i>, στην αιολ. και κυπριακή διάλεκτο ως <i>κε</i> και στη δωρ. ως <i>κα</i>. Ο τ. <i>κεν</i> ([[κυρίως]] προ φωνήεντος) συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>kam</i>, χεττιτ. <i>kan</i> και εμφανίζει πιθ. το δεικτικό [[στοιχείο]] <i>κε</i> (<b>βλ.</b> [[εκεί]], [[εκείνος]]) και το επιρρμ. (τοπικό) [[στοιχείο]] -<i>ν</i>. Κατ' άλλους, το ληκτικό αυτό -<i>ν</i> ερμηνεύεται ως ιων. εφελκυστικό που τίθεται στον αιολ. τ. <i>κε</i> προ φωνήεντος<br />ο τ. αυτός (<i>κε</i>) αποτελεί πιθ. [[προϊόν]] συμφυρμού τών <i>κεν</i> και <i>κα</i>. Ο δωρ. τ. <i>κᾱ</i>, [[τέλος]], απαντά αρχικά με <i>ᾱ</i> (η [[μαρτυρία]] του με <i>ᾰ</i> [[είναι]] αβέβαιη) και συνδέεται με ρωσ. -<i>ko</i>, -<i>ka</i>. Ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] (<i>kņ</i>) του τ. <i>κεν</i> (<i>ken</i>), αν το -<i>ν</i> θεωρηθεί επιρρμ. [[στοιχείο]] και όχι εφελκυστικό]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 12:30, 13 October 2024
English (LSJ)
v. κε.
Greek (Liddell-Scott)
κεν: πρὸ φωνήεντος, ἀντὶ κε, (ὃ ἴδε), Ὅμ.
Greek Monolingual
κεν και κε (Α)
(δυνητ. μόριο) αν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δυνητικό μόριο που χρησιμοποιούνταν όπως το ἄν και απαντά με ποικίλες μορφές: στην επικ. ποίηση ως κεν, στην αιολ. και κυπριακή διάλεκτο ως κε και στη δωρ. ως κα. Ο τ. κεν (κυρίως προ φωνήεντος) συνδέεται με αρχ. ινδ. kam, χεττιτ. kan και εμφανίζει πιθ. το δεικτικό στοιχείο κε (βλ. εκεί, εκείνος) και το επιρρμ. (τοπικό) στοιχείο -ν. Κατ' άλλους, το ληκτικό αυτό -ν ερμηνεύεται ως ιων. εφελκυστικό που τίθεται στον αιολ. τ. κε προ φωνήεντος
ο τ. αυτός (κε) αποτελεί πιθ. προϊόν συμφυρμού τών κεν και κα. Ο δωρ. τ. κᾱ, τέλος, απαντά αρχικά με ᾱ (η μαρτυρία του με ᾰ είναι αβέβαιη) και συνδέεται με ρωσ. -ko, -ka. Ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα (kņ) του τ. κεν (ken), αν το -ν θεωρηθεί επιρρμ. στοιχείο και όχι εφελκυστικό].
Greek Monotonic
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεν zie κε.