ἐγκουράς: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=egkouras
|Transliteration C=egkouras
|Beta Code=e)gkoura/s
|Beta Code=e)gkoura/s
|Definition=ἐγκουράδος, ἡ, [[painting on the ceiling]], A.''Fr.''142; also pl., [[ἐγκουράδες]] = τὰ ἐν τῷ προσώπῳ [[στίγμα]]τα, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
|Definition=ἐγκουράδος, ἡ, [[ceiling-painting]], [[painting on the ceiling]], A.''Fr.''142; also pl., [[ἐγκουράδες]] = τὰ ἐν τῷ προσώπῳ [[στίγμα]]τα, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=ἐγκουράδος, ἡ<br />[[dibujo]] prob. inciso, en el techo A.<i>Fr</i>.142 (pero tal vez ἐν κουράδι), Hsch.s.uu. [[κουράς]], [[ἐγκουράδες]], ἐγκουράδες· τὰ ἐν προσώπῳ στίγματα Hsch.
|dgtxt=ἐγκουράδος, ἡ<br />[[dibujo]] prob. [[inciso]], en el [[techo]] A.<i>Fr</i>.142 (pero tal vez ἐν κουράδι), Hsch.s.uu. [[κουράς]], [[ἐγκουράδες]], ἐγκουράδες· τὰ ἐν προσώπῳ στίγματα Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 22:24, 15 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκουράς Medium diacritics: ἐγκουράς Low diacritics: εγκουράς Capitals: ΕΓΚΟΥΡΑΣ
Transliteration A: enkourás Transliteration B: enkouras Transliteration C: egkouras Beta Code: e)gkoura/s

English (LSJ)

ἐγκουράδος, ἡ, ceiling-painting, painting on the ceiling, A.Fr.142; also pl., ἐγκουράδες = τὰ ἐν τῷ προσώπῳ στίγματα, Hsch.

Spanish (DGE)

ἐγκουράδος, ἡ
dibujo prob. inciso, en el techo A.Fr.142 (pero tal vez ἐν κουράδι), Hsch.s.uu. κουράς, ἐγκουράδες, ἐγκουράδες· τὰ ἐν προσώπῳ στίγματα Hsch.

German (Pape)

[Seite 709] ἐγκουράδος, ἡ, Deckengemälde, Aesch. fr. 126.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκουράς: ἐγκουράδος, ἡ, «ἐγκουράδες· τὰ ἐν τῷ προσώπῳ στίγματα, καὶ οἱ ἐν ταῖς ὀροφαῖς γραφικοὶ προσώπων πίνακες. ἔστι γὰρ κουρὰς ἡ ὀροφὴ καὶ ὁ γραπτὸς πίναξ, ἐγκουρὰς δὲ καὶ ὁ κεκαρμένος, Αἰσχύλος Μυρμιδόσιν» Ἡσύχ. (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 139), πρβλ. Μυλέρου Ἀρχαιολ. § 320. 4.

Greek Monolingual

ἐγκουράς (ἐγκουράδος), η (Α)
1. ζωγραφιά στην οροφή, τοιχογραφία
2. στίγματα στο πρόσωπο
3. κουρεμένος.