δοριπετής: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=doripetis | |Transliteration C=doripetis | ||
|Beta Code=doripeth/s | |Beta Code=doripeth/s | ||
|Definition= | |Definition=δοριπετές, ([[πίπτω]]) [[fallen by the spear]], <b class="b3">πεσήματα, ἀγωνία δ.</b>, death [[by the spear]], [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''653, ''Tr.''1003. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui tombe frappé de la lance.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[πίπτω]]. | |btext=ής, ές :<br />[[qui tombe frappé de la lance]].<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[πίπτω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δοριπετής:''' [[павший от копья]], [[сраженный в бою]] (πεσήματα Eur.): δ. [[ἀγωνία]] Eur. смертный бой. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δορῐπετής:''' -ές (πί-πτω), αυτός που έπεσε από [[δόρυ]], σκοτώθηκε από [[δόρυ]], σε Ευρ. | |lsmtext='''δορῐπετής:''' -ές (πί-πτω), αυτός που έπεσε από [[δόρυ]], σκοτώθηκε από [[δόρυ]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 07:36, 19 October 2024
English (LSJ)
δοριπετές, (πίπτω) fallen by the spear, πεσήματα, ἀγωνία δ., death by the spear, E.Andr.653, Tr.1003.
Spanish (DGE)
(δορῐπετής) -ές
causado por la lanza, por la guerra πεσήματα ... πέπτωκε δοριπετῆ νεκρῶν E.Andr.653, ἀγωνία E.Tr.1003, φόνος E.Cyc.305, cf. Lyr.Alex.Adesp.SHell.991.95.
German (Pape)
[Seite 658] ές, durch den Speer im Kampfe gefallen; πεσήματα Eur. Andr. 654; ἀγωνία, ein Kampf, in dem viele durch den Speer fallen, Tr. 1003.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui tombe frappé de la lance.
Étymologie: δόρυ, πίπτω.
Russian (Dvoretsky)
δοριπετής: павший от копья, сраженный в бою (πεσήματα Eur.): δ. ἀγωνία Eur. смертный бой.
Greek (Liddell-Scott)
δορῐπετής: -ές, (πίπτω) ὁ πεσὼν διὰ τοῦ δόρατος, πεσήματα, ἀγωνία δ., θάνατος διὰ τοῦ δόρατος, Εὐρ. Ἀνδρ. 653, Τρῳ. 1003,
Greek Monolingual
δοριπετής, -ές (Α)
αυτός που έπεσε από πλήγμα δόρατος.
Greek Monotonic
δορῐπετής: -ές (πί-πτω), αυτός που έπεσε από δόρυ, σκοτώθηκε από δόρυ, σε Ευρ.
Middle Liddell
δορῐ-πετής, ές adj πίπτω
fallen by the spear, Eur.