ἀναπηρόομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀναπηρόομαι:''' [[быть увечным]], [[искалеченным]], [[уродоваться]] Lys., Plat., Arst., Anth. | |elrutext='''ἀναπηρόομαι:''' [[быть увечным]], [[искалеченным]], [[уродоваться]] Lys., Plat., Arst., Anth. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(-όω) (Α ἀναπηροῦμαι, [[ἀναπηρόομαι]])<br /><b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] (ή [[είμαι]] στα αρχ.) [[ανάπηρος]], σακατεύομαι<br /><b>2.</b> έχω ή [[αποκτώ]] πνευματική ή ψυχική [[ατέλεια]], [[ελαττωματικότητα]]<br />(νεοελλ. <b>ενεργ.</b> [[κάνω]] κάποιον ανάπηρο, [[σακατεύω]], [[ακρωτηριάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀνάπηρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναπήρωμα]], [[αναπήρωση]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:11, 22 October 2024
English (LSJ)
Pass., to be maimed, Pl.Plt. 310e, Arist.Pr.960b37:—Act., prob. l. in Plu.2.373d.
Spanish (DGE)
encanijarse del alma, Pl.Plt.310e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπηρόομαι: παθ., καθίσταμαι ἀνάπηρος, Πλάτ. Πολιτ. 310Ε, Ἀριστ. Προβλ. 32. 6.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπηρόομαι: быть увечным, искалеченным, уродоваться Lys., Plat., Arst., Anth.
Greek Monolingual
(-όω) (Α ἀναπηροῦμαι, ἀναπηρόομαι)
μέσ.
1. γίνομαι (ή είμαι στα αρχ.) ανάπηρος, σακατεύομαι
2. έχω ή αποκτώ πνευματική ή ψυχική ατέλεια, ελαττωματικότητα
(νεοελλ. ενεργ. κάνω κάποιον ανάπηρο, σακατεύω, ακρωτηριάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάπηρος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναπήρωμα, αναπήρωση].