βαρύγουνος: Difference between revisions
Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βᾰρύγουνος:''' -ον ([[γόνυ]]), αυτός που έχει [[βαριά]] [[γόνατα]], [[οκνηρός]], σε Καλλ.· επίσης, βᾰρῠ-γούνατος, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''βᾰρύγουνος:''' -ον ([[γόνυ]]), αυτός που έχει [[βαριά]] [[γόνατα]], [[οκνηρός]], σε Καλλ.· επίσης, βᾰρῠ-γούνατος, σε Θεόκρ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:40, 23 October 2024
English (LSJ)
βαρύγουνον, heavy-kneed, lazy, Call.Del. 78, Coluth.121:—also βαρυγούνατος Theoc.18.10.
German (Pape)
[Seite 433] mit schweren Knien, langsam, träge, Callim. Del. 78; Coluth. 120; Nonn. öfter.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux genoux alourdis.
Étymologie: βαρύς, γόνυ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρυγούνατος -ον βαρύς, γόνυ zwaar van knieën.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύγουνος: -ον, ὁ βαρέα ἔχων τὰ γόνατα, ὀκνηρός, Καλλ. εἰς Δῆλ. 78· βᾰρῡγούνατος Θεόκρ. 18. 10.
Greek Monolingual
βαρύγουνος και βαρυγούνατος, -ον (Α)
αυτός που νιώθει βαριά τα γόνατά του, που βαριέται ή δεν μπορεί να κινηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + γόνυ (γεν. γόνατος και γούνατος και γουνός)].
Greek Monotonic
βᾰρύγουνος: -ον (γόνυ), αυτός που έχει βαριά γόνατα, οκνηρός, σε Καλλ.· επίσης, βᾰρῠ-γούνατος, σε Θεόκρ.