στροφοδινέομαι: Difference between revisions
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
(11) |
|||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=strofodineomai | |Transliteration C=strofodineomai | ||
|Beta Code=strofodine/omai | |Beta Code=strofodine/omai | ||
|Definition=Pass., | |Definition=Pass., [[wheel eddying round]], of vultures wheeling round their nest, [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''51 (anap.): cf. [[στρεφεδινέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στροφοδινέομαι [~ στρεφεδινέω] [[rondcirkelen]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στροφοδῑνέομαι:''' ([[δινέω]]), Παθ., [[κυλώ]] περιστροφικά γύρω από, περιστρέφομαι, περιδινίζομαι, στροβιλίζομαι, λέγεται για τους γύπες που πετούν γύρω από τη [[φωλιά]] τους, σε Αισχύλ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στροφοδῑνέομαι''': Παθητ., περιδινοῦμαι, περιστρέφομαι, ἐπὶ τῶν γυπῶν περιιπταμένων περὶ τὴν φωλεὰν των, «κλωθογυρίζω», Αἰσχύλ. Ἀγ. 51. - Πρβλ. [[στρεφεδινέω]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=στροφο-δῑνέομαι, [[δινέω]]<br />Pass. to [[wheel]] eddying [[round]], of vultures wheeling [[round]] [[their]] [[nest]], Aesch. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:43, 29 October 2024
English (LSJ)
Pass., wheel eddying round, of vultures wheeling round their nest, A.Ag.51 (anap.): cf. στρεφεδινέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στροφοδινέομαι [~ στρεφεδινέω] rondcirkelen.
Greek Monotonic
στροφοδῑνέομαι: (δινέω), Παθ., κυλώ περιστροφικά γύρω από, περιστρέφομαι, περιδινίζομαι, στροβιλίζομαι, λέγεται για τους γύπες που πετούν γύρω από τη φωλιά τους, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
στροφοδῑνέομαι: Παθητ., περιδινοῦμαι, περιστρέφομαι, ἐπὶ τῶν γυπῶν περιιπταμένων περὶ τὴν φωλεὰν των, «κλωθογυρίζω», Αἰσχύλ. Ἀγ. 51. - Πρβλ. στρεφεδινέω.
Middle Liddell
στροφο-δῑνέομαι, δινέω
Pass. to wheel eddying round, of vultures wheeling round their nest, Aesch.