συνεύδω: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syneydo | |Transliteration C=syneydo | ||
|Beta Code=suneu/dw | |Beta Code=suneu/dw | ||
|Definition=[[sleep with]] or [[lie with]], c. dat., | |Definition=[[sleep with]] or [[lie with]], c. dat., [[Herodotus|Hdt.]]3.69; τῷ παλαμναίῳ S.''El.'' 587, cf. E.''El.''1145; <b class="b3">τοῦ ξυνεύδοντος χρόνου</b> the [[time]] [[coincident]] with [[sleep]], [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''894. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 22:00, 29 October 2024
English (LSJ)
sleep with or lie with, c. dat., Hdt.3.69; τῷ παλαμναίῳ S.El. 587, cf. E.El.1145; τοῦ ξυνεύδοντος χρόνου the time coincident with sleep, A.Ag.894.
German (Pape)
[Seite 1021] (s. εὕδω), mit, zugleich, zusammen schlafen, τινί; von der Gattinn, Soph. El. 577; γυναικί, Her. 3, 69; übertr., ὁ ξυνεύδων χρόνος, Aesch. Ag. 868; Eur. El. 1145 Andr. 172.
French (Bailly abrégé)
impf. συνηῦδον;
dormir ou coucher avec, τινι ; fig. ὁ ξυνεύδων χρόνος ESCHL le temps du sommeil.
Étymologie: σύν, εὕδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εύδω, Att. ook ξυνεύδω samen slapen; met dat. met iem.; uitbr.. ὁ ξυνεύδων χρόνος de tijd dat ik slaap Aeschl. Ag. 894.
Russian (Dvoretsky)
συνεύδω: вместе спать, разделять ложе (τινί Her., Soph., Eur.): τοῦ ξυνεύδοντος χρόνου Aesch. во время сна.
Greek (Liddell-Scott)
συνεύδω: μέλλ. -ευδήσω· ― συγκοιμῶμαι μετά τινος, γυναικὶ Ἡρόδ. 3. 69· ἀνδρὶ Σοφ. Ἠλ. 587, Εὐρ. Ἠλ. 1145· τοῦ ξυνεύδοντος χρόνου, τοῦ χρόνου τοῦ συμπίπτοντος μὲ τὸν ὕπνον, κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ ὕπνου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 894.
Greek Monolingual
Α
1. κοιμάμαι μαζί με κάποιον
2. φρ. «τοῦ ξυνεύδοντος χρόνου» — της ώρας του ύπνου (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εὔδω «κοιμάμαι»].
Greek Monotonic
συνεύδω: μέλ. -ευδήσω,
I. κοιμάμαι μαζί με κάποιον, σε Ηρόδ., Σοφ.
II. τοῦ ξυνεύδοντος χρόνου, κατά τον χρόνο που συμπίπτει με τον ύπνο, την ώρα που κάποιος κοιμάται, σε Αισχύλ.