παντέλειος: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=panteleios
|Transliteration C=panteleios
|Beta Code=pante/leios
|Beta Code=pante/leios
|Definition=ον, later form of [[παντελής]], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[in pure perfection]], νοῦς <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Fr.</span>53</span> codd., <span class="bibl">Porph.<span class="title">Sent.</span>22</span>; σοφία <span class="bibl">Hierocl. <span class="title">in CA</span>1p.419M.</span>; ἀπὸ τῶν π. τὰ τέλεια <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>64</span>; <b class="b3">π. ἀριθμός</b> (i.e. ten) <span class="bibl">Ph.<span class="title">Fr.</span>72</span> H.; δεκὰς ἡ π. <span class="bibl">Id.1.10</span>; <b class="b3">τὰ π</b>. [[the consummation]] (i. e. [[the chief day]]) of the Thesmophoria at Syracuse, Heraclid. Syrac. ap. <span class="bibl">Ath.14.647a</span>. Adv. -είως Erot. s.v. [[ἀπαρτί]].</span>
|Definition=παντέλειον, later form of [[παντελής]], [[in pure perfection]], νοῦς [[Theophrastus|Thphr.]] ''Fragmenta'' 53 codd., Porph.''Sent.''22; σοφία Hierocl. ''in CA''1p.419M.; ἀπὸ τῶν π. τὰ τέλεια Procl.''Inst.''64; <b class="b3">παντέλειος ἀριθμός</b> (i.e. ten) Ph.''Fr.''72 H.; δεκὰς ἡ π. Id.1.10; <b class="b3">τὰ π.</b> [[the consummation]] (i.e. the [[chief]] [[day]]) of the [[Thesmophoria]] at [[Syracuse]], Heraclid. Syrac. ap. Ath.14.647a. Adv. [[παντελείως]] Erot. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀπαρτί]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />[[τέλειος]] σε όλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[παντέλεια]]<br />η τελευταία [[ημέρα]] τών Θεσμοφορίων στις [[Συρακούσες]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b> και το λεξ. [[Σούδα]]) «παντέλειον<br />ὁλόκληρον»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[παντέλειος]] [[ἀριθμός]]» — ο [[αριθμός]] [[δέκα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παντελείως</i> Α<br />με παντέλειο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τέλειος]] (<b>πρβλ.</b> <i>υπερ</i>-[[τέλειος]])].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />[[τέλειος]] σε όλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[παντέλεια]]<br />η τελευταία [[ημέρα]] τών Θεσμοφορίων στις [[Συρακούσες]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b> και το λεξ. [[Σούδα]]) «παντέλειον<br />ὁλόκληρον»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[παντέλειος]] [[ἀριθμός]]» — ο [[αριθμός]] [[δέκα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παντελείως</i> Α<br />με παντέλειο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τέλειος]] ([[πρβλ]]. [[υπερτέλειος]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:29, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντέλειος Medium diacritics: παντέλειος Low diacritics: παντέλειος Capitals: ΠΑΝΤΕΛΕΙΟΣ
Transliteration A: pantéleios Transliteration B: panteleios Transliteration C: panteleios Beta Code: pante/leios

English (LSJ)

παντέλειον, later form of παντελής, in pure perfection, νοῦς Thphr. Fragmenta 53 codd., Porph.Sent.22; σοφία Hierocl. in CA1p.419M.; ἀπὸ τῶν π. τὰ τέλεια Procl.Inst.64; παντέλειος ἀριθμός (i.e. ten) Ph.Fr.72 H.; δεκὰς ἡ π. Id.1.10; τὰ π. the consummation (i.e. the chief day) of the Thesmophoria at Syracuse, Heraclid. Syrac. ap. Ath.14.647a. Adv. παντελείως Erot. s.v. ἀπαρτί.

German (Pape)

[Seite 463] = παντελής, τοῖς παντελείοις τῶν θεσμοφορίων, Heraclid. bei Ath. XIV, 647 a.

Greek (Liddell-Scott)

παντέλειος: -ον, μεταγεν. τύπος τοῦ παντελής, ἴδε τὸ προηγ.· τὰ παντέλεια, ἡ τελευταία ἡμέρα τῶν Θεσμοφορίων, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 647Α ὁ κατὰ πάντα τέλειος, σημειωτέον ὅτι πλήρη, τουτέστιν ἐν πᾶσι παντέλειον εἶναί φησι τὸν υἱὸν Κύριλλ. Ἀλ. ἐν Ἰω. 1, 16, σ. 100· - κατὰ Φώτ. καὶ Σουΐδ. «παντέλειον: ὁλόκληρον». - Ἐπίρρ. παντελείως, Ἐρωτιαν. 44 ἐν λ. ἀπαρτί.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
τέλειος σε όλα
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παντέλεια
η τελευταία ημέρα τών Θεσμοφορίων στις Συρακούσες
2. (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «παντέλειον
ὁλόκληρον»
3. φρ. «παντέλειος ἀριθμός» — ο αριθμός δέκα.
επίρρ...
παντελείως Α
με παντέλειο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + τέλειος (πρβλ. υπερτέλειος)].