ἐσχατεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(Bailly1_2)
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eschateyo
|Transliteration C=eschateyo
|Beta Code=e)sxateu/w
|Beta Code=e)sxateu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be at the end</b>, <b class="b3">τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων</b> the parts <b class="b2">farthest off</b>, i.e. the branches, <span class="bibl">Thphr. <span class="title">CP</span>5.1.3</span>, cf. Plu.2.366b ; -εύοντες τόποι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cael.</span>298a14</span> ; <b class="b2">to be at the extremity</b>, τῆς Ἀρκαδίας <span class="bibl">Plb.4.77.8</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">to be the lowest</b> or <b class="b2">meanest</b>, τῶν διδασκόντων Phld.<span class="title">Rh.</span>2.54S.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> to [[be at the end]], <b class="b3">τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων</b> the parts [[farthest off]], i.e. the branches, [[Theophrastus|Thphr.]] ''CP''5.1.3, cf. Plu.2.366b; -εύοντες τόποι Arist.''Cael.''298a14; to [[be at the extremity]], τῆς Ἀρκαδίας Plb.4.77.8.<br><span class="bld">II</span> to [[be the lowest]] or [[meanest]], τῶν διδασκόντων Phld.''Rh.''2.54S.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1045.png Seite 1045]] dasselbe, z. B. ἐσχατεύουσα τῆς 'Αρκαδίας Pol. 4, 77, 8; Theophr. u. Sp., auch nur im partic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1045.png Seite 1045]] dasselbe, z. B. ἐσχατεύουσα τῆς 'Αρκαδίας Pol. 4, 77, 8; Theophr. u. Sp., auch nur im partic.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. part. prés.</i><br />[[être à l'extrémité]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔσχατος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐσχᾰτεύω:''' (только part.) находиться с краю ([[χώρα]] ἐσχατεύουσα τῆς Ἀρκαδίας Polyb.; ἐσχατεύοντες τόποι Arst.): [[ὅταν]] πλεονάσας ὁ [[Νεῖλος]] πλησιάσῃ τοῖς ἐσχατεύουσι Plut. когда вздувшийся Нил приблизится к окраинам (Египта).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐσχᾰτεύω''': τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων, τὰ [[ἄκρα]] αὐτῶν, δηλ. οἱ κλῶνες, οἱ πτόρθοι ἢ ἀκρεμόνες, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 1, 3, πρβλ. Πλούτ. 2. 366Β· εἶμαι εἰς τὸ ἔσχατον [[μέρος]] τόπου τινός, εἰς τὴν ἄκραν, ἐσχατεύουσα (ἡ Τριφυλία) τῆς Ἀρκαδίας ὡς πρὸς τὰς χειμερινὰς δύσεις, Πολύβ. 4. 77, 8.
|lstext='''ἐσχᾰτεύω''': τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων, τὰ [[ἄκρα]] αὐτῶν, δηλ. οἱ κλῶνες, οἱ πτόρθοι ἢ ἀκρεμόνες, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 1, 3, πρβλ. Πλούτ. 2. 366Β· εἶμαι εἰς τὸ ἔσχατον [[μέρος]] τόπου τινός, εἰς τὴν ἄκραν, ἐσχατεύουσα (ἡ Τριφυλία) τῆς Ἀρκαδίας ὡς πρὸς τὰς χειμερινὰς δύσεις, Πολύβ. 4. 77, 8.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=<i>seul. part. prés.</i><br />être à l’extrémité.<br />'''Étymologie:''' [[ἔσχατος]].
|mltxt=[[ἐσχατεύω]] (Α) [[έσχατος]]<br /><b>1.</b> ευρίσκομαι, [[είμαι]] στο [[άκρο]] («τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων» — τα [[άκρα]], οι κλώνοι τών δέντρων, Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι στο [[άκρο]] ενός τόπου («ἐσχατεύουσα τῆς Ἀρκαδίας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] ο λεπτότερος ή ο χαμηλότερος («[[ἐσχατεύω]] τῶν διδασκόντων», Φιλόθ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «οἱ ἐσχατεύοντες τόποι» — οι τελευταίοι, οι ακραίοι τόποι.
}}
}}

Latest revision as of 07:43, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσχᾰτεύω Medium diacritics: ἐσχατεύω Low diacritics: εσχατεύω Capitals: ΕΣΧΑΤΕΥΩ
Transliteration A: eschateúō Transliteration B: eschateuō Transliteration C: eschateyo Beta Code: e)sxateu/w

English (LSJ)

A to be at the end, τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων the parts farthest off, i.e. the branches, Thphr. CP5.1.3, cf. Plu.2.366b; -εύοντες τόποι Arist.Cael.298a14; to be at the extremity, τῆς Ἀρκαδίας Plb.4.77.8.
II to be the lowest or meanest, τῶν διδασκόντων Phld.Rh.2.54S.

German (Pape)

[Seite 1045] dasselbe, z. B. ἐσχατεύουσα τῆς 'Αρκαδίας Pol. 4, 77, 8; Theophr. u. Sp., auch nur im partic.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés.
être à l'extrémité.
Étymologie: ἔσχατος.

Russian (Dvoretsky)

ἐσχᾰτεύω: (только part.) находиться с краю (χώρα ἐσχατεύουσα τῆς Ἀρκαδίας Polyb.; ἐσχατεύοντες τόποι Arst.): ὅταν πλεονάσας ὁ Νεῖλος πλησιάσῃ τοῖς ἐσχατεύουσι Plut. когда вздувшийся Нил приблизится к окраинам (Египта).

Greek (Liddell-Scott)

ἐσχᾰτεύω: τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων, τὰ ἄκρα αὐτῶν, δηλ. οἱ κλῶνες, οἱ πτόρθοι ἢ ἀκρεμόνες, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 1, 3, πρβλ. Πλούτ. 2. 366Β· εἶμαι εἰς τὸ ἔσχατον μέρος τόπου τινός, εἰς τὴν ἄκραν, ἐσχατεύουσα (ἡ Τριφυλία) τῆς Ἀρκαδίας ὡς πρὸς τὰς χειμερινὰς δύσεις, Πολύβ. 4. 77, 8.

Greek Monolingual

ἐσχατεύω (Α) έσχατος
1. ευρίσκομαι, είμαι στο άκρο («τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων» — τα άκρα, οι κλώνοι τών δέντρων, Θεόφρ.)
2. βρίσκομαι στο άκρο ενός τόπου («ἐσχατεύουσα τῆς Ἀρκαδίας», Πολ.)
3. είμαι ο λεπτότερος ή ο χαμηλότερος («ἐσχατεύω τῶν διδασκόντων», Φιλόθ.)
4. φρ. «οἱ ἐσχατεύοντες τόποι» — οι τελευταίοι, οι ακραίοι τόποι.