ταυρικός: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
(40) |
mNo edit summary |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tavrikos | |Transliteration C=tavrikos | ||
|Beta Code=tauriko/s | |Beta Code=tauriko/s | ||
|Definition= | |Definition=ταυρική, ταυρικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of oxen]], ζεύγη ''PLille'' 8.8, ''PCair.Zen.''216.5, ''PSI''4.429.25 (all iii B.C.).<br><span class="bld">2</span> neut. [[ταυρικόν]], τό, [[ox-team]] for [[ploughing]], ''PStrassb.''32.17 (iii A.D.), ''PGen.''76.6 (iii/iv A.D.), ''PFay.''131.17 (iii/iv A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ταυρικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[ | |mltxt=-ή, -ό / [[ταυρικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[ταῦρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταύρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ταυρικόν</i><br />[[ζεύγος]] βοδιών που χρησιμοποιούσαν για την [[καλλιέργεια]] της γης. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:53, 6 November 2024
English (LSJ)
ταυρική, ταυρικόν,
A of oxen, ζεύγη PLille 8.8, PCair.Zen.216.5, PSI4.429.25 (all iii B.C.).
2 neut. ταυρικόν, τό, ox-team for ploughing, PStrassb.32.17 (iii A.D.), PGen.76.6 (iii/iv A.D.), PFay.131.17 (iii/iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1073] zum Stier gehörig, Sp.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ταυρικός, -ή, -όν, ΝΑ ταῦρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταύρο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ταυρικόν
ζεύγος βοδιών που χρησιμοποιούσαν για την καλλιέργεια της γης.